Anonymous

ὀλόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[ὀλοός]].
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[ὀλοός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλόεις:''' όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστρεπτικός]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>εις</i>].
|mltxt=[[ὀλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστρεπτικός]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>εις</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλόεις:''' όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).
}}
}}