Anonymous

ὀρεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le désir ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;<br /><b>2</b> qui excite le désir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεκτός]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le désir ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;<br /><b>2</b> qui excite le désir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεκτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стремящийся]], [[устремляющийся]], [[целеустремленный]] (τὸ κινοῦν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждающий желание]] ([[πάθος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стремящийся]], [[устремляющийся]], [[целеустремленный]] (τὸ κινοῦν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждающий желание]] ([[πάθος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρεκτικός]], ή, όν [[ὄρεξις]]<br />of or for the desires, appetitive, Arist.; τὸ ὀρεκτικόν, the appetites, Arist.
|mdlsjtxt=[[ὀρεκτικός]], ή, όν [[ὄρεξις]]<br />of or for the desires, appetitive, Arist.; τὸ ὀρεκτικόν, the appetites, Arist.
}}
}}