Anonymous

ἱερώνυμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=dont le nom est sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ὄνομα]].
|btext=dont le nom est sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ὄνομα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερώνῠμος:''' [[носящий священное имя]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο, θηλ. και -ος (Α [[ἱερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ιερό]] όνομα, άγιο όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[ιερώνυμος]]<br />[[γένος]] ευφορβιοειδών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i>). Το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[ανώνυμος]], [[ετερώνυμος]])].
|mltxt=-η -ο, θηλ. και -ος (Α [[ἱερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ιερό]] όνομα, άγιο όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[ιερώνυμος]]<br />[[γένος]] ευφορβιοειδών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i>). Το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[ανώνυμος]], [[ετερώνυμος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερώνῠμος:''' [[носящий священное имя]] Luc.
}}
}}