Anonymous

ὀχευτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχευτικός:''' [[похотливый]] (ὄρνιθες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[οχευτής]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] στην [[οχεία]] ή αυτός που έχει την [[τάση]] να οχεύει<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.
|mltxt=[[ὀχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[οχευτής]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] στην [[οχεία]] ή αυτός που έχει την [[τάση]] να οχεύει<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και ζώα) [[λάγνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχευτικός:''' [[похотливый]] (ὄρνιθες Arst.).
}}
}}