Anonymous

ὀστρακίνδα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> παίζειν jouer à la coquille, <i>sorte de jeu de barres où l'on jetait en l'air une coquille blanche d’un côté, noire de l'autre, pour décider lequel des deux camps serait le poursuivant</i>;<br /><b>2</b> βλέπειν faire mine de condamner à l'ostracisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὄστρακον]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> παίζειν jouer à la coquille, <i>sorte de jeu de barres où l'on jetait en l'air une coquille blanche d’un côté, noire de l'autre, pour décider lequel des deux camps serait le poursuivant</i>;<br /><b>2</b> βλέπειν faire mine de condamner à l'ostracisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὄστρακον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκίνδα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[в черепки]]: παιδιὰ ὀ. игра в черепки (в зависимости от того, как падал черепок, черной стороной кверху или белой, одна партия играющих пускалась бежать, а другая ее догоняла);<br /><b class="num">2)</b> [[насчет остракизма]]: βλέπειν ὀ. Arph. помышлять о (чьем-л.) изгнании.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκίνδα:''' επίρρ., παίζοντας με πινάκια από πηλό ή θαλάσσια όστρακα, παιδιὰ [[ὀστρακίνδα]], [[παιχνίδι]] που παίζεται με ένα [[ὄστρακον]], μαύρο από τη μια [[πλευρά]] και άσπρο από την [[άλλη]], το οποίο το πετούσαν τα [[παιδιά]] πάνω σε μια [[γραμμή]] που είχε χαραχθεί για να χωρίζει τις [[δύο]] ομάδες, και αναλόγως αν έπεφτε με την άσπρη ή τη μαύρη [[πλευρά]] προς τα πάνω, η [[μία]] [[ομάδα]] ήταν υποχρεωμένη να κυνηγήσει την [[άλλη]], που έπρεπε να τραπεί σε [[φυγή]] και να καταδιωχθεί· [[ὀστρακίνδα]] βλέπειν (με [[αναφορά]] στο [[ὀστρακισμός]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκίνδα:''' επίρρ., παίζοντας με πινάκια από πηλό ή θαλάσσια όστρακα, παιδιὰ [[ὀστρακίνδα]], [[παιχνίδι]] που παίζεται με ένα [[ὄστρακον]], μαύρο από τη μια [[πλευρά]] και άσπρο από την [[άλλη]], το οποίο το πετούσαν τα [[παιδιά]] πάνω σε μια [[γραμμή]] που είχε χαραχθεί για να χωρίζει τις [[δύο]] ομάδες, και αναλόγως αν έπεφτε με την άσπρη ή τη μαύρη [[πλευρά]] προς τα πάνω, η [[μία]] [[ομάδα]] ήταν υποχρεωμένη να κυνηγήσει την [[άλλη]], που έπρεπε να τραπεί σε [[φυγή]] και να καταδιωχθεί· [[ὀστρακίνδα]] βλέπειν (με [[αναφορά]] στο [[ὀστρακισμός]]), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκίνδα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[в черепки]]: παιδιὰ ὀ. игра в черепки (в зависимости от того, как падал черепок, черной стороной кверху или белой, одна партия играющих пускалась бежать, а другая ее догоняла);<br /><b class="num">2)</b> [[насчет остракизма]]: βλέπειν ὀ. Arph. помышлять о (чьем-л.) изгнании.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />played with potsherds or [[oyster]]-shells, παιδιὰ ὀστρ. a [[game]] in [[which]] an [[ὄστρακον]], [[black]] on one [[side]] and [[white]] on the [[other]], was thrown on a [[line]], and according as the [[black]] or [[white]] turned up, one [[party]] was obliged to fly and the [[other]] pursued, ὀστρ. βλέπειν (with a [[reference]] to ὀστρακισμόσ), Ar.
|mdlsjtxt=<br />played with potsherds or [[oyster]]-shells, παιδιὰ ὀστρ. a [[game]] in [[which]] an [[ὄστρακον]], [[black]] on one [[side]] and [[white]] on the [[other]], was thrown on a [[line]], and according as the [[black]] or [[white]] turned up, one [[party]] was obliged to fly and the [[other]] pursued, ὀστρ. βλέπειν (with a [[reference]] to ὀστρακισμόσ), Ar.
}}
}}