Anonymous

ὀρνίθειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνίθειος:''' 3, [[реже]] 2 (νῑ) [[птичий]] ([[κρέα]] Arph., Xen.; [[οἰκίσκος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνίθειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, <i>ὀρνίθεια</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] πουλιού, [[πουλερικό]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀρνίθειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, <i>ὀρνίθεια</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] πουλιού, [[πουλερικό]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνίθειος:''' 3, [[реже]] 2 (νῑ) [[птичий]] ([[κρέα]] Arph., Xen.; [[οἰκίσκος]] Arph.).
}}
}}