Anonymous

ὁμόφυλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, <i>p. crase</i> [[θοὐμόφυλον]] EUR communauté de race;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> de même famille, de même espèce.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φῦλον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, <i>p. crase</i> [[θοὐμόφυλον]] EUR communauté de race;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> de même famille, de même espèce.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φῦλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφῡλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принадлежащий к тому же роду]], [[одноплеменный]], [[соплеменный]], [[родственный]] (τινος Plut.): [[φιλία]] ὁ. Eur. братская любовь; ὁ. [[Ζεύς]] Plat. Зевс единоплеменный (в отличие от [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ξένιος]]);<br /><b class="num">2)</b> [[той же породы]] (ὄρνιθες Xen.): τὰ συγγενῆ καὶ τὰ μὴ ὁμόφυλα Arst. вещества однородные и разнородные.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφῡλος:''' -ον ([[φῦλον]]), αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[φυλή]] ή το ίδιο [[γένος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ὁμόφυλοι</i>, εκείνοι που ανήκουν στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ξεν.· <i>φιλίαὁμ</i>., [[φιλία]] μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο [[γένος]], που έχουν την [[ίδια]] [[καταγωγή]], σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = [[ὁμοφυλία]], στον ίδ.· <i>τὸ μὴ ὁμόφυλον</i>, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὁμόφῡλος:''' -ον ([[φῦλον]]), αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[φυλή]] ή το ίδιο [[γένος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ὁμόφυλοι</i>, εκείνοι που ανήκουν στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ξεν.· <i>φιλίαὁμ</i>., [[φιλία]] μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο [[γένος]], που έχουν την [[ίδια]] [[καταγωγή]], σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = [[ὁμοφυλία]], στον ίδ.· <i>τὸ μὴ ὁμόφυλον</i>, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφῡλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принадлежащий к тому же роду]], [[одноплеменный]], [[соплеменный]], [[родственный]] (τινος Plut.): [[φιλία]] ὁ. Eur. братская любовь; ὁ. [[Ζεύς]] Plat. Зевс единоплеменный (в отличие от [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ξένιος]]);<br /><b class="num">2)</b> [[той же породы]] (ὄρνιθες Xen.): τὰ συγγενῆ καὶ τὰ μὴ ὁμόφυλα Arst. вещества однородные и разнородные.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj