3,258,334
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀσφραντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обладающий тонким обонянием]] (κυνίδια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[обонятельный]] ([[αἰσθητήριον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]]. | ||
}} | }} |