Anonymous

ὁμόσκευος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />équipé <i>ou</i> vêtu de la même manière.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκευή]].
|btext=ος, ον :<br />équipé <i>ou</i> vêtu de la même manière.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκευή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσκευος:''' [[одинаково вооруженный или одинаково одетый]] Thuc., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσκευος:''' [[одинаково вооруженный или одинаково одетый]] Thuc., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj