3,273,773
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> [[ὦζον]], <i>f.</i> ὀζήσω, <i>ao.</i> [[ὤζησα]], <i>pf.2 au sens du prés.</i> [[ὄδωδα]], <i>pqp.</i> [[ὀδώδειν]] <i>et</i> [[ὠδώδειν]];<br /><b>I.</b> exhaler une odeur : τόδ’ ὄζει θυμάτων ESCHL cela exhale l'odeur des sacrifices ; ὀδμὴ δ’ [[ἡδεῖα]] ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει OD une odeur agréable s'exhalait du cratère ; ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας AR exhaler une odeur agréable de la peau ; <i>fig.</i> ὄζειν τόκου βαρὺ καὶ δυσχερές PLUT avoir une odeur lourde et désagréable d’usure ; [[Κρονίων]] AR sentir son vieux temps;<br /><b>II.</b> • <i>impers.</i> ὄζει, il s'exhale une odeur, avec le gén. : [[οὐκ]] ὄζει αὐτῶν (<i>s.e.</i> [[τῶν]] ἰχνῶν) XÉN il ne s'exhale de leur piste aucune odeur.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀδ, avoir une odeur ; cf. <i>lat.</i> odor. | |btext=<i>impf.</i> [[ὦζον]], <i>f.</i> ὀζήσω, <i>ao.</i> [[ὤζησα]], <i>pf.2 au sens du prés.</i> [[ὄδωδα]], <i>pqp.</i> [[ὀδώδειν]] <i>et</i> [[ὠδώδειν]];<br /><b>I.</b> exhaler une odeur : τόδ’ ὄζει θυμάτων ESCHL cela exhale l'odeur des sacrifices ; ὀδμὴ δ’ [[ἡδεῖα]] ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει OD une odeur agréable s'exhalait du cratère ; ὄζειν ἡδὺ τῆς χρόας AR exhaler une odeur agréable de la peau ; <i>fig.</i> ὄζειν τόκου βαρὺ καὶ δυσχερές PLUT avoir une odeur lourde et désagréable d’usure ; [[Κρονίων]] AR sentir son vieux temps;<br /><b>II.</b> • <i>impers.</i> ὄζει, il s'exhale une odeur, avec le gén. : [[οὐκ]] ὄζει αὐτῶν (<i>s.e.</i> [[τῶν]] ἰχνῶν) XÉN il ne s'exhale de leur piste aucune odeur.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀδ, avoir une odeur ; cf. <i>lat.</i> odor. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄζω:''' дор.-эол. [[ὄσδω]] (fut. ὀζήσω, aor. [[ὤζησα]], pf. 2 = praes. [[ὄδωδα]], ppf. = impf. [[ὠδώδειν]] - эп. [[ὀδώδειν]])<br /><b class="num">1)</b> [[издавать запах]], [[пахнуть]] (θυμάτων Aesch.; πίττης Arph.; περιζώματος Plut.): [[ὠδώδει]] ὑπ᾽ ἀρωμάτων ὁ [[οἶκος]] Plut. дом был полон благоуханий; [[Κρονίων]] ὄ. Arph. ирон. пахнуть временами Крона, т. е. отдавать глубокой древностью; τῆς κεφαλῆς ὄζει μύρου Arph. от его головы пахнет духами; ὄζει [[ἀπό]] τινος [[ἴων]] Her. от чего-л. пахнет фиалками; ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον Lys. ему казалось, что от хлеба отвратительно пахнет;<br /><b class="num">2)</b> (о запахе), [[распространяться]], [[исходить]], [[чувствоваться]] (ὀδμὴ κέδρου ἀνὰ νῆσον ὀδώδει Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄζω:''' Δωρ. [[ὄσδω]], μέλ. <i>ὀζήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὤζησα]], παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[ὄδωδα]], και υπερσ. ως παρατ. [[ὠδώδειν]], Επικ. [[ὀδώδειν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μυρίζω]], έχω κάποια [[οσμή]], [[είτε]] ευχάριστη [[είτε]] δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., [[μυρίζω]] από [[κάτι]], ὄζων [[τρυγός]], αυτός που μυρίζει από το [[κατακάθι]] του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την [[οσμή]] κάποιου πράγματος, [[αναδίδω]] μια [[οσμή]], Λατ. sapere [[aliquid]], [[Κρονίων]] ὄζων, αυτός που έχει [[οσμή]] αρχαιότητας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς [[ὡσεὶ]] [[ἴων]], έρχεται μια [[μυρωδιά]] απ' αυτή σαν [[άρωμα]] από βιολέτες, σε Ηρόδ.· <i>ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας</i>, βγαίνει μια γλυκιά [[μυρωδιά]] από την [[επιδερμίδα]] του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με [[διπλή]] γεν., <i>ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ὄζω:''' Δωρ. [[ὄσδω]], μέλ. <i>ὀζήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὤζησα]], παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[ὄδωδα]], και υπερσ. ως παρατ. [[ὠδώδειν]], Επικ. [[ὀδώδειν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μυρίζω]], έχω κάποια [[οσμή]], [[είτε]] ευχάριστη [[είτε]] δυσάρεστη, σε Όμηρ., μόνο στο γʹ ενικ. υπερσ.· με γεν. πράγμ., [[μυρίζω]] από [[κάτι]], ὄζων [[τρυγός]], αυτός που μυρίζει από το [[κατακάθι]] του τρύγου, σε Αριστοφ.· έχω την [[οσμή]] κάποιου πράγματος, [[αναδίδω]] μια [[οσμή]], Λατ. sapere [[aliquid]], [[Κρονίων]] ὄζων, αυτός που έχει [[οσμή]] αρχαιότητας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ., ὄζει ἀπ' αὐτῆς [[ὡσεὶ]] [[ἴων]], έρχεται μια [[μυρωδιά]] απ' αυτή σαν [[άρωμα]] από βιολέτες, σε Ηρόδ.· <i>ὄζει ἡδὺ τῆς χρόας</i>, βγαίνει μια γλυκιά [[μυρωδιά]] από την [[επιδερμίδα]] του, σε Αριστοφ.· ομοίως, με [[διπλή]] γεν., <i>ἱματίων ὀζήσει δεξιότητος</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |