Anonymous

ὁμοιωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum Aehnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 [[τέχνη]] ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum Aehnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 [[τέχνη]] ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιωτικός:''' [[делающий похожим]], [[уподобляющий]] ([[μετάβασις]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιωτικός]], -ή, -όν (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομοιότητα]] ή στην [[ομοίωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ζωγράφος]] ή [[αγαλματοποιός]]<br /><b>4.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[ονομασία]] τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁμοιωτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατασκευής ομοίων, η [[τέχνη]] της αντιγραφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωτικῶς</i> (Α)<br />με ομοιωτικό τρόπο.
|mltxt=[[ὁμοιωτικός]], -ή, -όν (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομοιότητα]] ή στην [[ομοίωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ζωγράφος]] ή [[αγαλματοποιός]]<br /><b>4.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[ονομασία]] τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁμοιωτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατασκευής ομοίων, η [[τέχνη]] της αντιγραφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωτικῶς</i> (Α)<br />με ομοιωτικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιωτικός:''' [[делающий похожим]], [[уподобляющий]] ([[μετάβασις]] Sext.).
}}
}}