Anonymous

ὀρεστιάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne, qui habite les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne, qui habite les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀρεστιάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]), αυτή που ανήκει στα βουνά, <i>Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεστιάς:''' άδος adj. f живущая в горах, горная (Νύμφαι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρεστιάς]], άδος, [[ὄρος]]<br />of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.
|mdlsjtxt=[[ὀρεστιάς]], άδος, [[ὄρος]]<br />of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, Il.
}}
}}