Anonymous

ὑδραγωγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit <i>ou</i> amène l'eau ; ὁ [[ὑδραγωγός]] inspecteur des aqueducs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui conduit <i>ou</i> amène l'eau ; ὁ [[ὑδραγωγός]] inspecteur des aqueducs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[ἄγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:'''<br /><b class="num">I</b> 2 [[приводящий воду]] (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[гидрагог]], [[специалист по водоснабжению]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:'''<br /><b class="num">I</b> 2 [[приводящий воду]] (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[гидрагог]], [[специалист по водоснабжению]] Plut.
}}
}}