Anonymous

ὑμέτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />votre, le vôtre ; <i>avec un gén.</i> : [[ὑμέτερος]] ἑκάστου [[θυμός]] IL votre courage à chacun de vous ; [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]] OD votre propre cœur ; <i>au sens Pass.</i> [[αἱ]] ὑμέτεραι ἐλπίδες THC les espérances fondées sur vous ; τὸ ὑμέτερον ce qui vous concerne, votre intérêt, vos dispositions, votre caractère, vos habitudes ; τὰ ὑμέτερα vos biens.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμεῖς]].
|btext=α, ον :<br />votre, le vôtre ; <i>avec un gén.</i> : [[ὑμέτερος]] ἑκάστου [[θυμός]] IL votre courage à chacun de vous ; [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]] OD votre propre cœur ; <i>au sens Pass.</i> [[αἱ]] ὑμέτεραι ἐλπίδες THC les espérances fondées sur vous ; τὸ ὑμέτερον ce qui vous concerne, votre intérêt, vos dispositions, votre caractère, vos habitudes ; τὰ ὑμέτερα vos biens.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμεῖς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμέτερος:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[ваш]]: ὑ. ἑκάστου [[θυμός]] Hom. мужество каждого из вас; ταῖς ὑμετέραις γνώμαις Thuc. по вашим советам; οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι Xen. которые, по вашим словам, являются вашими подданными;<br /><b class="num">2)</b> [[относящийся к вам]]: αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες Thuc. возлагаемые на вас надежды; ἐπὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει Plat. для того, чтобы увещевать вас;<br /><b class="num">3)</b> поэт. [[твой]] Pind., Anth.: σὺ καὶ [[γένος]] [[ὑμέτερον]] [[Solon]] ap. Plut. ты и род твой - см. тж. [[ὑμέτερον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμέτερος:''' [ῡ], -α, -ον ([[ὑμεῖς]]), [[δικός]] σας, δικοί σας, Λατ. [[vester]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[άλλη]] αντων. σε γεν., [[ὑμέτερος]] ἑκάστου [[θυμός]], η [[ανδρεία]] του καθενός από εσάς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]], το δικό σας [[λογικό]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὑμέτερόνδε]], στο δικό σας [[σπίτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸ ὑμέτερον</i>, το δικό σας [[κομμάτι]], [[μέρος]], δική σας [[υπόθεση]], σε Ηρόδ.· τὸ δ' ὑμέτερον [[πρᾶξαι]], [[δικός]] σας [[χαρακτήρας]], συνήθειά σας είναι να ενεργείτε έτσι ή [[αλλιώς]], σε Θουκ.· με [[άρθρο]], <i>αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες</i>, ελπίδες που καλλιεργήθηκαν από εσάς, στον ίδ.· <i>τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει</i>, για τον σκοπό που συστήσατε, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑμέτερος:''' [ῡ], -α, -ον ([[ὑμεῖς]]), [[δικός]] σας, δικοί σας, Λατ. [[vester]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[άλλη]] αντων. σε γεν., [[ὑμέτερος]] ἑκάστου [[θυμός]], η [[ανδρεία]] του καθενός από εσάς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]], το δικό σας [[λογικό]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὑμέτερόνδε]], στο δικό σας [[σπίτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὸ ὑμέτερον</i>, το δικό σας [[κομμάτι]], [[μέρος]], δική σας [[υπόθεση]], σε Ηρόδ.· τὸ δ' ὑμέτερον [[πρᾶξαι]], [[δικός]] σας [[χαρακτήρας]], συνήθειά σας είναι να ενεργείτε έτσι ή [[αλλιώς]], σε Θουκ.· με [[άρθρο]], <i>αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες</i>, ελπίδες που καλλιεργήθηκαν από εσάς, στον ίδ.· <i>τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει</i>, για τον σκοπό που συστήσατε, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμέτερος:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[ваш]]: ὑ. ἑκάστου [[θυμός]] Hom. мужество каждого из вас; ταῖς ὑμετέραις γνώμαις Thuc. по вашим советам; οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι Xen. которые, по вашим словам, являются вашими подданными;<br /><b class="num">2)</b> [[относящийся к вам]]: αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες Thuc. возлагаемые на вас надежды; ἐπὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει Plat. для того, чтобы увещевать вас;<br /><b class="num">3)</b> поэт. [[твой]] Pind., Anth.: σὺ καὶ [[γένος]] [[ὑμέτερον]] [[Solon]] ap. Plut. ты и род твой - см. тж. [[ὑμέτερον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj