Anonymous

ὑπεκπρολύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ὑπεκπροέλυσαν;<br />dételer de, rég. ind. au gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], προλύω.
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ὑπεκπροέλυσαν;<br />dételer de, rég. ind. au gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], προλύω.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρολύω:''' [[отвязывать]], [[выпрягать]] (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρολύω:''' [[отвязывать]], [[выпрягать]] (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -λύσω<br />to [[loose]] from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the [[carriage]]-[[yoke]], Od.
|mdlsjtxt=fut. -λύσω<br />to [[loose]] from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the [[carriage]]-[[yoke]], Od.
}}
}}