Anonymous

ὑπέρπαχυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπᾰχυς:''' υ adj. необыкновенно тучный Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], -εῖα, -υ, ΝΜΑ [[παχύς]]<br />υπερβολικά [[παχύς]], [[τετράπαχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, [[ογκώδης]] («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ [[σκάφη]]]», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], -εῖα, -υ, ΝΜΑ [[παχύς]]<br />υπερβολικά [[παχύς]], [[τετράπαχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, [[ογκώδης]] («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ [[σκάφη]]]», Δίων Κάσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπᾰχυς:''' υ adj. необыкновенно тучный Plut.
}}
}}