3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pousse sur terre;<br /><b>2</b> qui croît démesurément, qui passe les bornes ; extraordinaire, prodigieux, merveilleux ; ὑπερφυὴς [[ὅσος]] AR prodigieux;<br /><i>Sp.</i> ὑπερφυέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερφύομαι]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pousse sur terre;<br /><b>2</b> qui croît démesurément, qui passe les bornes ; extraordinaire, prodigieux, merveilleux ; ὑπερφυὴς [[ὅσος]] AR prodigieux;<br /><i>Sp.</i> ὑπερφυέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερφύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφῠής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[растущий на земле]], [[наземный]] (τὰ λάχανα ὑπόγεια καὶ ὑπερφυῆ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[переросший]]: οἱ ὑπερφυεις τῶν ἀσταχύων Diog. L. самые высокие из колосьев;<br /><b class="num">3)</b> [[чрезвычайный]], [[необыкновенный]] ([[ἔργον]] Her.): ὑ. (τὸ) [[μέγαθος]] Her. или τῷ μεγέθει Arst. необычайных размеров, громадный;<br /><b class="num">4)</b> [[огромный]], [[гигантский]], [[чудовищный]] ([[ὄχλος]] Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[удивительный]], [[поразительный]], [[странный]] ([[πρᾶγμα]] Luc.): [[πῶς]] οὐχ ὑπερφυές; Dem. разве не странно?; ὑπερφυῆ λέγεις Plat. странные вещи говоришь ты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |