Anonymous

Ὁμήρειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’Homère, homérique.<br />'''Étymologie:''' [[Ὅμηρος]].
|btext=ος, ον :<br />d’Homère, homérique.<br />'''Étymologie:''' [[Ὅμηρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ὁμήρειος:''' [[гомеровский]] Her., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ὁμήρειος:''' -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ [[Ὁμήρειον]], ομηρική [[φράση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''Ὁμήρειος:''' -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ [[Ὁμήρειον]], ομηρική [[φράση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ὁμήρειος:''' [[гомеровский]] Her., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ὁμήρειος]], ον,<br />Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric [[phrase]], Plat.
|mdlsjtxt=[[Ὁμήρειος]], ον,<br />Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric [[phrase]], Plat.
}}
}}