Anonymous

ὑπεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> soumis à une reddition de comptes, qui doit rendre compte de sa gestion (financière, politique <i>ou</i> autre) ; [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]] HDT pouvoir responsable ; ὑπεύθυνός τινι <i>ou</i> avec [[πρός]] et l'acc. : responsable devant qqn ; <i>à Athènes</i> [[οἱ]] ὑπεύθυνοι magistrats qui, à leur sortie de charge, rendaient leurs comptes devant les juges compétents;<br /><b>2</b> soumis à une surveillance <i>ou</i> à une autorité, soumis, dépendant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], εὐθύνη.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> soumis à une reddition de comptes, qui doit rendre compte de sa gestion (financière, politique <i>ou</i> autre) ; [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]] HDT pouvoir responsable ; ὑπεύθυνός τινι <i>ou</i> avec [[πρός]] et l'acc. : responsable devant qqn ; <i>à Athènes</i> [[οἱ]] ὑπεύθυνοι magistrats qui, à leur sortie de charge, rendaient leurs comptes devant les juges compétents;<br /><b>2</b> soumis à une surveillance <i>ou</i> à une autorité, soumis, dépendant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], εὐθύνη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεύθῡνος:'''<br /><b class="num">I</b> 2 подотчетный, ответственный: αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ [[τάδε]] Aesch. я поручаю это (тебе) под твою ответственность; ὑ. τινι Aesch., Dem. ответственный перед кем(чем)-л. или зависящий от кого(чего)-л.; [[διδόναι]] ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.; ὑ. τινος Dem., Luc. несущий ответственность за что-л.; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. нести ответственность за свои советы.<br /><b class="num">II</b> ὁ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph. (ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεύθῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη [[διαχείριση]] αξιώματος, [[υπόλογος]], επιφορτισμένος με συγκεκριμένο [[καθήκον]], [[αρμόδιος]], [[πλήρης]] ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὑπεύθυνοι</i>, <i>οἱ</i>, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (<i>λογισταί</i>), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[υπόλογος]], [[υπαίτιος]] για, [[ὑπεύθυνος]] ἀρχῆς ἑτέρας, [[παρά]] Δημ.· λέγεται για δούλους, [[σῶμα]] ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το [[σώμα]] τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με [[τιμωρία]] του σώματός τους, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[υπόλογος]] σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. [[obnoxius]], στον ίδ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὑπεύθῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη [[διαχείριση]] αξιώματος, [[υπόλογος]], επιφορτισμένος με συγκεκριμένο [[καθήκον]], [[αρμόδιος]], [[πλήρης]] ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὑπεύθυνοι</i>, <i>οἱ</i>, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (<i>λογισταί</i>), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[υπόλογος]], [[υπαίτιος]] για, [[ὑπεύθυνος]] ἀρχῆς ἑτέρας, [[παρά]] Δημ.· λέγεται για δούλους, [[σῶμα]] ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το [[σώμα]] τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με [[τιμωρία]] του σώματός τους, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[υπόλογος]] σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. [[obnoxius]], στον ίδ., σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεύθῡνος:'''<br /><b class="num">I</b> 2 подотчетный, ответственный: αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ [[τάδε]] Aesch. я поручаю это (тебе) под твою ответственность; ὑ. τινι Aesch., Dem. ответственный перед кем(чем)-л. или зависящий от кого(чего)-л.; [[διδόναι]] ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.; ὑ. τινος Dem., Luc. несущий ответственность за что-л.; ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. нести ответственность за свои советы.<br /><b class="num">II</b> ὁ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph. (ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj