Anonymous

ὑπόσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait, qui agit <i>ou</i> qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d’une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d’une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d’une convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπονδή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσπονδος:''' [[вытекающий из договора о перемирии]], [[основывающийся на условиях договора о перемирии]]: ὑπόσπονδοι ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι … Her. они заявили, что, при наличии договора, они готовы …; ὑπόσπονδον [[μολεῖν]] [[ἔπεισα]] παιδὶ παῖδα Eur. я уговорила одного сына прийти к другому на основании перемирия; τοὺς ἄρχοντας ὑποσπόνδους [[συλλαβεῖν]] ἐτόλμησεν Isocr. он осмелился, вопреки договору, захватить в плен военачальников; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι Thuc. в соответствии с условиями перемирия выдавать убитых.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], δεσμευμένος ή εξασφαλισμένος μέσω συνθήκης, συμφωνίας, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ιδίως]], λέγεται για [[περισυλλογή]] [[νεκρών]] από [[πεδίο]] μάχης, <i>τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι</i>, [[επιτρέπω]], [[χορηγώ]], [[παρέχω]] [[ανακωχή]] για την [[περισυλλογή]] των [[νεκρών]], σε Θουκ.· <i>τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι</i>, <i>ἀναιρεῖσθαι</i>, [[απαιτώ]], αιτούμαι ανακωχής για να πράξω έτσι ([[περισυλλογή]] [[νεκρών]]), ως [[παραδοχή]], [[αναγνώριση]] της ήττας σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ὑπόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], δεσμευμένος ή εξασφαλισμένος μέσω συνθήκης, συμφωνίας, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ιδίως]], λέγεται για [[περισυλλογή]] [[νεκρών]] από [[πεδίο]] μάχης, <i>τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι</i>, [[επιτρέπω]], [[χορηγώ]], [[παρέχω]] [[ανακωχή]] για την [[περισυλλογή]] των [[νεκρών]], σε Θουκ.· <i>τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι</i>, <i>ἀναιρεῖσθαι</i>, [[απαιτώ]], αιτούμαι ανακωχής για να πράξω έτσι ([[περισυλλογή]] [[νεκρών]]), ως [[παραδοχή]], [[αναγνώριση]] της ήττας σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόσπονδος:''' [[вытекающий из договора о перемирии]], [[основывающийся на условиях договора о перемирии]]: ὑπόσπονδοι ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι … Her. они заявили, что, при наличии договора, они готовы …; ὑπόσπονδον [[μολεῖν]] [[ἔπεισα]] παιδὶ παῖδα Eur. я уговорила одного сына прийти к другому на основании перемирия; τοὺς ἄρχοντας ὑποσπόνδους [[συλλαβεῖν]] ἐτόλμησεν Isocr. он осмелился, вопреки договору, захватить в плен военачальников; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι Thuc. в соответствии с условиями перемирия выдавать убитых.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj