Anonymous

ῥύπτω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=nettoyer, laver.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
|btext=nettoyer, laver.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥύπτω:''' [[чистить]], [[вытирать]], [[мыть]] (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ [[ὅτου]] ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥύπτω:''' [[чистить]], [[вытирать]], [[мыть]] (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ [[ὅτου]] ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥύπος]]<br />to [[remove]] [[dirt]] from garments, to [[wash]], Arist.:—Pass. to [[wash]] [[oneself]], ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι [[ever]] [[since]] I began to [[wash]], i. e. from [[childhood]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ῥύπος]]<br />to [[remove]] [[dirt]] from garments, to [[wash]], Arist.:—Pass. to [[wash]] [[oneself]], ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι [[ever]] [[since]] I began to [[wash]], i. e. from [[childhood]], Ar.
}}
}}