Anonymous

ῥίσκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] ὁ, ein Koffer, eine Kiste, riscus; Antiphan. bei Poll. 10, 137; Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] ὁ, ein Koffer, eine Kiste, riscus; Antiphan. bei Poll. 10, 137; Phot.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥίσκος:''' ὁ [[ящик]], [[сундук]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]], [[θήκη]] («[[ῥίσκος]]<br />ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ [[πρόχειρον]] [[ἀργύριον]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπαούλο]] ταξιδιού, [[ιματιοθήκη]] («ῥίσκον χωροῦντα ὅσον στολὰς [[δέκα]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[σαρκοφάγος]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥίσκοι<br />εἶδός τι μυιῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. <i>r</i><i>ū</i><i>sk</i> «[[φλοιός]], [[καλάθι]]» με τη [[μεσολάβηση]] [[πρώτα]] της Γαλατικής και [[μετά]] της Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wreik</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥιχνός</i>). Η Λατινική, [[τέλος]], δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>riscus</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]], [[θήκη]] («[[ῥίσκος]]<br />ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ [[πρόχειρον]] [[ἀργύριον]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπαούλο]] ταξιδιού, [[ιματιοθήκη]] («ῥίσκον χωροῦντα ὅσον στολὰς [[δέκα]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[σαρκοφάγος]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥίσκοι<br />εἶδός τι μυιῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. <i>r</i><i>ū</i><i>sk</i> «[[φλοιός]], [[καλάθι]]» με τη [[μεσολάβηση]] [[πρώτα]] της Γαλατικής και [[μετά]] της Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wreik</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥιχνός</i>). Η Λατινική, [[τέλος]], δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>riscus</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥίσκος:''' ὁ [[ящик]], [[сундук]] Diog. L.
}}
}}
{{etym
{{etym