3,274,921
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | |btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσηγορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς προσηγορίαν, πρ. [[ὄνομα]] λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· [[ὡσαύτως]] καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. [[ὄνομα]] πρ., = [[προσηγορία]] ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προσηγορικός]], ή, όν [from [[προσηγορέω]]<br />of or for addressing, πρ. [[ὄνομα]] the Roman [[praenomen]] or [[cognomen]], Plut. | |mdlsjtxt=[[προσηγορικός]], ή, όν [from [[προσηγορέω]]<br />of or for addressing, πρ. [[ὄνομα]] the Roman [[praenomen]] or [[cognomen]], Plut. | ||
}} | }} |