Anonymous

κάμμαρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, auch [[κάμαρος]] u. [[κάμμορος]] geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, auch [[κάμαρος]] u. [[κάμμορος]] geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάμμᾰρος''': ὁ, [[εἶδος]] καρίδος, Ἐπιχαρμος καὶ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306C· παρὰ Γαλην. 6. 735, καμμαρίς, ίδος, ἡ· ἐν τῇ Λατ. cammarus, gammarus· Ἡσύχ. ἔχει: «καμμάρως (Δωρ.)· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας»· περιγράφονται δὲ ὡς ἐρυθραὶ καὶ λειοστρακιῶσαι ὑπὸ Σώφρονος 52 Ahr. II. [[εἶδος]] ἀκοντίου, Ἱππ. 418. 24, Διοσκ. 4. 77 (ἐν τοῖς νόθοις)). -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται: [[κάμμορος]].
|elnltext=κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 22: Line 22:
|mltxt=[[κάμμαρος]] και [[κόμμαρος]] και [[κόμμορος]]<br />ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] γαρίδας, αστακού<br /><b>2.</b> [[κάμαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><i>ә</i><i>mr</i>- > <i>καμαρ</i>- > <i>κάμμαρ</i>-<i>ος</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό)<br />[[πρβλ]]. νορβ. <i>cammore</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>Hummer</i> «[[αστακός]]». Ο [[μακεδονικός]] τ. <i>κόμ</i>(<i>μ</i>)<i>αρος</i> με [[τροπή]] του <i>α</i> σε <i>ο</i>. Ο τ. <i>κόμμορος</i> [[είναι]] μεταγενέστερο παρατυμολογικό [[προϊόν]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cammarus</i>. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. <b>βλ.</b> [[κάμαρος]])].
|mltxt=[[κάμμαρος]] και [[κόμμαρος]] και [[κόμμορος]]<br />ὁ (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] γαρίδας, αστακού<br /><b>2.</b> [[κάμαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><i>ә</i><i>mr</i>- > <i>καμαρ</i>- > <i>κάμμαρ</i>-<i>ος</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό)<br />[[πρβλ]]. νορβ. <i>cammore</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>Hummer</i> «[[αστακός]]». Ο [[μακεδονικός]] τ. <i>κόμ</i>(<i>μ</i>)<i>αρος</i> με [[τροπή]] του <i>α</i> σε <i>ο</i>. Ο τ. <i>κόμμορος</i> [[είναι]] μεταγενέστερο παρατυμολογικό [[προϊόν]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cammarus</i>. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. <b>βλ.</b> [[κάμαρος]])].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant).
|lstext='''κάμμᾰρος''': ὁ, [[εἶδος]] καρίδος, Ἐπιχαρμος καὶ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306C· παρὰ Γαλην. 6. 735, καμμαρίς, ίδος, ἡ· ἐν τῇ Λατ. cammarus, gammarus· Ἡσύχ. ἔχει: «καμμάρως (Δωρ.)· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας»· περιγράφονται δὲ ὡς ἐρυθραὶ καὶ λειοστρακιῶσαι ὑπὸ Σώφρονος 52 Ahr. II. [[εἶδος]] ἀκοντίου, Ἱππ. 418. 24, Διοσκ. 4. 77 (ἐν τοῖς νόθοις)). -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται: [[κάμμορος]].
}}
}}
{{etym
{{etym