3,277,286
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> le coin de l'œil où se forment les larmes;<br /><b>2</b> cercle de fer qui entoure une roue, jante.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>gall.</i> cant « cercle de fer » ; cf. [[κάνθαρος]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> le coin de l'œil où se forment les larmes;<br /><b>2</b> cercle de fer qui entoure une roue, jante.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>gall.</i> cant « cercle de fer » ; cf. [[κάνθαρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κανθός -οῦ, ὁ ooghoek; uitbr. oog. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κανθός]])<br /><b>ανατ.</b> η εξωτερική [[γωνία]] του ματιού την οποία σχηματίζουν το [[πάνω]] και [[κάτω]] [[χείλος]] τών βλεφάρων, η [[κόχη]] του ματιού (α. «έσω» ή «[[μέγας]] [[κανθός]]» — ο [[προς]] τη [[μύτη]] [[κανθός]]<br />β. «έξω» ή «[[μικρός]] [[κανθός]]» — ο [[αντίθετος]] [[προς]] έσω [[κανθός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τριγωνική [[εντομή]] στην [[τρόπιδα]] της στείρας ή του ποδοστήματος ξύλινου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η μετάλλινη [[στεφάνη]] του τροχού, το [[επίσωτρο]]<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ., ποιητ.) το [[μάτι]] («[[κανθός]]<br />ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ [[κύκλος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. <i>cant</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>cantas</i>) και με το ρωσ. <i>Kut</i> «[[γωνία]]», [[οπότε]] ανάγεται σε IE <i>qan</i>-<i>tho</i> «[[καμπή]], [[γωνία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>qam</i>-<i>p</i> «[[κάμπτω]]». Έτσι ίσως το [[κάνθων]] ([[ονομασία]] του γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του [[κανθός]] με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται [[κάτω]] από το [[βάρος]] του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως [[πρόβλημα]] φωνητικό ως [[προς]] την [[αντιπροσώπευση]] του IE -<i>th</i>- από το ελλ. -<i>θ</i>-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ -<i>dh</i>- και όχι σε άηχο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>κανθ</i>- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[οπότε]] το [[κανθός]] θα μπορούσε και [[πάλι]] να συνδεθεί με τα [[κάνθαρος]], [[κανθήλια]], [[κάνθων]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[σημασία]] «μεταλλική [[στεφάνη]]» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. [[κανθός]], που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>cantus</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]»), η οποία με τη [[σειρά]] της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική ([[πρβλ]]. το προαναφερθέν γαλατ. <i>cantos</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[κανθός]])<br /><b>ανατ.</b> η εξωτερική [[γωνία]] του ματιού την οποία σχηματίζουν το [[πάνω]] και [[κάτω]] [[χείλος]] τών βλεφάρων, η [[κόχη]] του ματιού (α. «έσω» ή «[[μέγας]] [[κανθός]]» — ο [[προς]] τη [[μύτη]] [[κανθός]]<br />β. «έξω» ή «[[μικρός]] [[κανθός]]» — ο [[αντίθετος]] [[προς]] έσω [[κανθός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τριγωνική [[εντομή]] στην [[τρόπιδα]] της στείρας ή του ποδοστήματος ξύλινου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η μετάλλινη [[στεφάνη]] του τροχού, το [[επίσωτρο]]<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ., ποιητ.) το [[μάτι]] («[[κανθός]]<br />ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ [[κύκλος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. <i>cant</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>cantas</i>) και με το ρωσ. <i>Kut</i> «[[γωνία]]», [[οπότε]] ανάγεται σε IE <i>qan</i>-<i>tho</i> «[[καμπή]], [[γωνία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>qam</i>-<i>p</i> «[[κάμπτω]]». Έτσι ίσως το [[κάνθων]] ([[ονομασία]] του γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του [[κανθός]] με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται [[κάτω]] από το [[βάρος]] του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως [[πρόβλημα]] φωνητικό ως [[προς]] την [[αντιπροσώπευση]] του IE -<i>th</i>- από το ελλ. -<i>θ</i>-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ -<i>dh</i>- και όχι σε άηχο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>κανθ</i>- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[οπότε]] το [[κανθός]] θα μπορούσε και [[πάλι]] να συνδεθεί με τα [[κάνθαρος]], [[κανθήλια]], [[κάνθων]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[σημασία]] «μεταλλική [[στεφάνη]]» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. [[κανθός]], που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>cantus</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]»), η οποία με τη [[σειρά]] της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική ([[πρβλ]]. το προαναφερθέν γαλατ. <i>cantos</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κανθός''': ὁ, ἡ [[γωνία]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 2, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1, Νικ. Θηρ. 673· «τῶν βλεφάρων τὰ [[ἑκατέρωθεν]] [[ἄκρα]] κανθοί, ὧν αἱ ῥίζαι ἐγκανθίδες» Πολυδ. Β΄, 71: - ποιητικῶς, ὁ [[ὀφθαλμός]], Καλλ. Ἀποσπ. 150, Μοσχίων παρὰ Στοβ. 561.43, Ὀππ. Κυν. 4. 118, κτλ. ΙΙ. = [[ἐπίσωτρον]], δηλ. ἡ μεταλλίνη [[στεφάνη]] τοῦ τροχοῦ, Λατ. canthus, Ἐτυμ. Μ. 364. 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ε. 724· πρβλ. Persius 5.71, Loring ἐν Hell. J. 11, σ.311. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ [[κύκλος]]. καὶ ἀναπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐν τοῖς ἰπνοῖς. τινὲς δὲ καὶ καπνοδόχην. καὶ [[μήποτε]] οἱ χυτρόποδες. Σικελοί. καὶ εἰς ὃ τὰς [[κάχρυς]] φρύγουσιν». | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |