Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une clôture <i>ou</i> d'une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une clôture <i>ou</i> d'une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίφρακτος''': -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., [[περίφραγμα]], Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''περίφρακτος:''' -ον, περιφραγμένος [[ολόγυρα]]· <i>περίφρακτον τό</i>, [[περίφραξη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περίφρακτος:''' -ον, περιφραγμένος [[ολόγυρα]]· <i>περίφρακτον τό</i>, [[περίφραξη]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
|lstext='''περίφρακτος''': -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., [[περίφραγμα]], Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίφρακτος]], ον,<br />[[fenced]] [[round]]: περίφρακτον, ου, an [[inclosure]], Plut. [from [[περιφράσσω]]
|mdlsjtxt=[[περίφρακτος]], ον,<br />[[fenced]] [[round]]: περίφρακτον, ου, an [[inclosure]], Plut. [from [[περιφράσσω]]
}}
}}