3,274,916
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 25: | Line 25: | ||
|mltxt=ο, η (AM [[γεωπόνος]], Α και [[γαπόνος]] και γηπόνος, ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γεωπονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγρότης]], ο [[καλλιεργητής]] της γης·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονέω]]. Η αρχαία λ. [[γεωπόνος]] ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό [[περιεχόμενο]], εν προκειμένω με τη [[σημασία]] του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης]. | |mltxt=ο, η (AM [[γεωπόνος]], Α και [[γαπόνος]] και γηπόνος, ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γεωπονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγρότης]], ο [[καλλιεργητής]] της γης·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονέω]]. Η αρχαία λ. [[γεωπόνος]] ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό [[περιεχόμενο]], εν προκειμένω με τη [[σημασία]] του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[γεωπόνος]] -ου, ὁ, en [[γεηπόνος]], Dor. [[γαπόνος]] [[γῆ]], [[πένομαι]] [[boer]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 34: | Line 34: | ||
|mdlsjtxt=a [[husbandman]], Anth.; in Babr. | |mdlsjtxt=a [[husbandman]], Anth.; in Babr. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''γεωπόνος''': ὁ, [[γεωργός]], Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, [[γεηπόνος]]. Ὁ Δωρ. [[τύπος]] γᾱπόνος ἦτο [[εὔχρηστος]] παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |