Anonymous

πενταετής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> de cinq ans, âgé de cinq ans;<br /><b>2</b> qui dure cinq ans;<br /><i>adv.</i> • πεντάετες, pendant cinq ans.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> de cinq ans, âgé de cinq ans;<br /><b>2</b> qui dure cinq ans;<br /><i>adv.</i> • πεντάετες, pendant cinq ans.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πενταετής''': -ές, πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[πέντε]] ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ [[πέντε]] ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· [[χρόνος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ [[πέντε]] ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.
|elnltext=πενταετής -ές, Att. πενταέτης [πεντα-, ἔτος] vijf jaar durend; n. adv. πεντάετες vijf jaar lang.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''πενταετής:''' -ές ή πεντα-[[έτης]], -ες,<br /><b class="num">I.</b> [[πέντε]] χρόνων σε [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί [[πέντε]] χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. <i>πεντάετες</i>, αυτό που έχει [[διάρκεια]] [[πέντε]] χρόνων, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πενταετής:''' -ές ή πεντα-[[έτης]], -ες,<br /><b class="num">I.</b> [[πέντε]] χρόνων σε [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί [[πέντε]] χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. <i>πεντάετες</i>, αυτό που έχει [[διάρκεια]] [[πέντε]] χρόνων, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πενταετής -ές, Att. πενταέτης [πεντα-, ἔτος] vijf jaar durend; n. adv. πεντάετες vijf jaar lang.
|lstext='''πενταετής''': -ές, ἢ πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[πέντε]] ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ [[πέντε]] ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· [[χρόνος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ [[πέντε]] ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj