Anonymous

σακκίον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von [[σάκκος]], kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von [[σάκκος]], kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σακκίον''': Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάκκος]] ἢ [[σάκος]], μικρὸς [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· [[σακίον]], ἐν οἷσπερ [[τἀργύριον]] ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]] τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· [[πένθος]], Βυζ.
|elnltext=σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''σακκίον:''' Αττ. σᾰκίον, <i>τό</i>,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[σάκκος]] ή [[σάκος]], [[μικρός]] [[σάκος]], [[σακούλι]], [[ταγάρι]], πουγκί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χοντρό [[ένδυμα]] από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν σε [[ένδειξη]] πένθους, το ίδιο το [[πένθος]], σε Μένανδρ.
|lsmtext='''σακκίον:''' Αττ. σᾰκίον, <i>τό</i>,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[σάκκος]] ή [[σάκος]], [[μικρός]] [[σάκος]], [[σακούλι]], [[ταγάρι]], πουγκί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χοντρό [[ένδυμα]] από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν σε [[ένδειξη]] πένθους, το ίδιο το [[πένθος]], σε Μένανδρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.
|lstext='''σακκίον''': Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάκκος]] ἢ [[σάκος]], μικρὸς [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· [[σακίον]], ἐν οἷσπερ [[τἀργύριον]] ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]] τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· [[πένθος]], Βυζ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj