σχέθω: Difference between revisions

No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>sbj. ao.2 poét. de</i> [[ἔχω]].
|btext=<i>sbj. ao.2 poét. de</i> [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχέθω''': ὑποτιθέμενος, [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ ἔχω, ὡς [[φλεγέθω]] τοῦ [[φλέγω]]· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται [[πλάσμα]], [[ἐπειδὴ]] οὐδεὶς [[τύπος]] ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. [[ἔσχεθον]], [[ὅστις]] ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ [[ἔσχον]] (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν [[ἕνεκα]] πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, Ἡρακλ. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. [[εἰκαθεῖν]], πρβλ. [[ἀνασχεθέειν]], ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) [[ἁπλῶς]] ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε [[κῦδος]] Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε [[τέκνον]], Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], συγκρατῶ, [[στεφάνη]] [[δόρυ]] οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· [[ἔσχεθον]] αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· μετὰ γενικ., σχέθε δ’ [[ὄσσε]] γόοιο Δ. 758· [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ὕβρεως [[σχέθω]] Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· μετὰ μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος [[δόρυ]] μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.
|elnltext=*σχέθω [ἔχω] mogelijk nevenvorm van ἔχω, maar alle vormen zijn afleidbaar van ἔσχεθον, nevenvorm them. aor. naast ἔσχον van ἴσχω / ἔχω. krijgen:. ὁ δ’ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ ( ε ) hij vatte vervolgens deze gedachte op Od. 14.490; εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν de beroemde Hippodameia te winnen Pind. O. 1.70; Περσέως τ’ ἐν φρεσὶν... καρδίαν σχεθών met de moed van Perseus in uw borst Aeschl. Ch. 832. met plaatsbep. houden:. ἀλλὰ πάροιθεν ἀσπίδας εὐκύκλους σχέθον αὐτοῦ maar zij hielden hun zuiver ronde schilden voor hem Il. 14.428. vasthouden, tegenhouden:. οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε niet hield zijn helmrand de speer tegen Il. 11.96. doen ophouden:; Δημόδοκος δ’ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα Demodocus moet nu zijn citerspel staken Od. 8.537; met acc. en gen.: σχέθε δ’ ὄσσε γόοιο zij deed haar ogen ophouden met wenen Od. 4.758.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''σχέθω:''' υποτίθεται ότι είναι ενεστ. ισοδ. του [[ἔχω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]]· απαντάται όμως σε τύπους που ανήκουν στον αόρ. βʹ [[ἔσχεθον]], ποιητ. αντί [[ἔσχον]], δηλ. στους τύπους <i>σχέθεν</i>, [[σχέθον]], Επικ. αντί <i>ἔσχεθεν</i>, [[ἔσχεθον]], προστ. <i>σχεθέτω</i>, απαρ. <i>σχεθέμεν</i>, μτχ. [[σχεθών]]· [[κρατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], έχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Όμηρ.· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], σταμάτησαν την [[αιμορραγία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''σχέθω:''' υποτίθεται ότι είναι ενεστ. ισοδ. του [[ἔχω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κρατώ]]· απαντάται όμως σε τύπους που ανήκουν στον αόρ. βʹ [[ἔσχεθον]], ποιητ. αντί [[ἔσχον]], δηλ. στους τύπους <i>σχέθεν</i>, [[σχέθον]], Επικ. αντί <i>ἔσχεθεν</i>, [[ἔσχεθον]], προστ. <i>σχεθέτω</i>, απαρ. <i>σχεθέμεν</i>, μτχ. [[σχεθών]]· [[κρατώ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], έχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Όμηρ.· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], σταμάτησαν την [[αιμορραγία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=*σχέθω [ἔχω] mogelijk nevenvorm van ἔχω, maar alle vormen zijn afleidbaar van ἔσχεθον, nevenvorm them. aor. naast ἔσχον van ἴσχω / ἔχω. krijgen:. ὁ δ’ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ ( ε ) hij vatte vervolgens deze gedachte op Od. 14.490; εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν de beroemde Hippodameia te winnen Pind. O. 1.70; Περσέως τ’ ἐν φρεσὶν... καρδίαν σχεθών met de moed van Perseus in uw borst Aeschl. Ch. 832. met plaatsbep. houden:. ἀλλὰ πάροιθεν ἀσπίδας εὐκύκλους σχέθον αὐτοῦ maar zij hielden hun zuiver ronde schilden voor hem Il. 14.428. vasthouden, tegenhouden:. οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε niet hield zijn helmrand de speer tegen Il. 11.96. doen ophouden:; Δημόδοκος δ’ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα Demodocus moet nu zijn citerspel staken Od. 8.537; met acc. en gen.: σχέθε δ’ ὄσσε γόοιο zij deed haar ogen ophouden met wenen Od. 4.758.
|lstext='''σχέθω''': ὑποτιθέμενος, [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ ἔχω, ὡς [[φλεγέθω]] τοῦ [[φλέγω]]· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται [[πλάσμα]], [[ἐπειδὴ]] οὐδεὶς [[τύπος]] ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. [[ἔσχεθον]], [[ὅστις]] ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ [[ἔσχον]] (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν [[ἕνεκα]] πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, Ἡρακλ. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. [[εἰκαθεῖν]], πρβλ. [[ἀνασχεθέειν]], ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) [[ἁπλῶς]] ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε [[κῦδος]] Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε [[τέκνον]], Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], συγκρατῶ, [[στεφάνη]] [[δόρυ]] οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· [[ἔσχεθον]] αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]], ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· μετὰ γενικ., σχέθε δ’ [[ὄσσε]] γόοιο Δ. 758· [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ὕβρεως [[σχέθω]] Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· μετὰ μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος [[δόρυ]] μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=*[[σχέθω]], = ἔχω] [*[[σχέθω]] [[assumed]] as a pres.]<br /><b class="num">I.</b> to [[hold]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[simply]] to [[have]], Pind., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to [[hold]] [[back]], [[keep]] [[away]] or off, Hom.; [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]] staunched the [[blood]], Il.
|mdlsjtxt=*[[σχέθω]], = ἔχω] [*[[σχέθω]] [[assumed]] as a pres.]<br /><b class="num">I.</b> to [[hold]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[simply]] to [[have]], Pind., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to [[hold]] [[back]], [[keep]] [[away]] or off, Hom.; [[αἷμα]] [[ἔσχεθον]] staunched the [[blood]], Il.
}}
}}