Anonymous

συμμερίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=donner une part proportionnelle, τινί [[τι]] de qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμμερίζομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> prendre sa part de, participer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μερίζω]].
|btext=donner une part proportionnelle, τινί [[τι]] de qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμμερίζομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> prendre sa part de, participer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μερίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest.
}}
}}