Anonymous

ψίθυρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> qui médit à voix basse, médisant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> qui médit à voix basse, médisant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψίθῠρος''': [ῑ], -ον, ψιθυριστικός, [[συκοφαντικός]], λόγοι Σοφ. Αἴ. 148. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ψίθυρος]], ὁ, = [[ψιθυριστής]], ὁ ψιθυρίζων κατά τινος, [[λοίδορος]] Πινδ. Π. 2. 136, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ― Ἐπίρρ. -ρως Ἀπ. Καρχηδ. 46. 2) ἐπὶ πτηνῶν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 136· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν χελιδόνων, Πολυδ. Ε΄, 90· [[οὕτως]] ἐπὶ μουσικῆς, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. Σχολ. 11. (Πρβλ. [[ψεύδω]]).
|elnltext=ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''ψίθῠρος:''' [ῐ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., [[ψιθυριστικός]], [[συκοφαντικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ψίθυρος]], <i>ὁ</i>, = [[ψιθυριστής]], αυτός που ψιθυρίζει, [[συκοφάντης]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σούσουρο]], λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ψίθῠρος:''' [ῐ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., [[ψιθυριστικός]], [[συκοφαντικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ψίθυρος]], <i>ὁ</i>, = [[ψιθυριστής]], αυτός που ψιθυρίζει, [[συκοφάντης]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σούσουρο]], λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.
|lstext='''ψίθῠρος''': [ῑ], -ον, ψιθυριστικός, [[συκοφαντικός]], λόγοι Σοφ. Αἴ. 148. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ψίθυρος]], ὁ, = [[ψιθυριστής]], ὁ ψιθυρίζων κατά τινος, [[λοίδορος]] Πινδ. Π. 2. 136, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ― Ἐπίρρ. -ρως Ἀπ. Καρχηδ. 46. 2) ἐπὶ πτηνῶν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 136· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν χελιδόνων, Πολυδ. Ε΄, 90· [[οὕτως]] ἐπὶ μουσικῆς, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. Σχολ. 11. (Πρβλ. [[ψεύδω]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῐ́θῠρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> whispering: [[slanderous]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ψίθυρος]], = [[ψιθυριστής]], a whisperer, [[slanderer]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> twittering, of birds, Anth. [Perh. formed from the [[sound]].]
|mdlsjtxt=ψῐ́θῠρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> whispering: [[slanderous]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ψίθυρος]], = [[ψιθυριστής]], a whisperer, [[slanderer]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> twittering, of birds, Anth. [Perh. formed from the [[sound]].]
}}
}}