Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προμετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;<br /><b>2</b> sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;<br /><b>2</b> sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προμετωπίδιος''': -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. [[τοῖχος]], [[πρόσθιος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) [[κόσμημα]] τοῦ μετώπου, [[μάλιστα]] ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.
|elnltext=προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
|lstext='''προμετωπίδιος''': -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. [[τοῖχος]], [[πρόσθιος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) [[κόσμημα]] τοῦ μετώπου, [[μάλιστα]] ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[μετωπίδιος]], η, ον [[μέτωπον]]<br /><b class="num">1.</b> [[before]] or on the [[forehead]]:— προμετωπίδιον, ου, the [[skin]] or [[hair]] of the [[forehead]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[frontlet]] for horses, Xen.
|mdlsjtxt=προ-[[μετωπίδιος]], η, ον [[μέτωπον]]<br /><b class="num">1.</b> [[before]] or on the [[forehead]]:— προμετωπίδιον, ου, the [[skin]] or [[hair]] of the [[forehead]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[frontlet]] for horses, Xen.
}}
}}