3,277,291
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer par comparaison avec ; <i>Pass.</i> être mesuré <i>ou</i> calculé par comparaison;<br /><b>2</b> mesurer selon de justes proportions <i>Pass.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμμετρέομαι]], [[συμμετροῦμαι]] mesurer pour soi par comparaison, mesurer d'après : [[τί]] τινι, [[πρός]] [[τι]] mesurer une chose d'après une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμετρος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer par comparaison avec ; <i>Pass.</i> être mesuré <i>ou</i> calculé par comparaison;<br /><b>2</b> mesurer selon de justes proportions <i>Pass.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμμετρέομαι]], [[συμμετροῦμαι]] mesurer pour soi par comparaison, mesurer d'après : [[τί]] τινι, [[πρός]] [[τι]] mesurer une chose d'après une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμετρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμμετρέω, Att. ook ξυμμετρέω [σύμμετρος] meestal med. afmeten (aan), (door vergelijking met...) meten of berekenen:; τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης het uur van de dag Hdt. 4.158.2; met dat.:; μ’( ε ) ἦμαρ... ξυμμετρούμενον χρόνῳ als ik de dag vergelijk met de tijd (d.w.z. als ik uitreken welke dag het is en hoeveel tijd er voorbij is gegaan) Soph. OT 73; med.-pass. proportioneel zijn (aan), in (juiste) verhouding zijn (met):. τῷ μακρῷ... συμμετρούμενος χρόνῳ (hij is gestorven) in overeenstemming met de lange tijd (die hij geleefd heeft) Soph. OT 963. toemeten, met dat. aan iem.; pass.. οἷς... ὁ βίος... ξυνεμετρήθη aan wie het leven is toegemeten Thuc. 2.44.1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμετρος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] μαζί, παραβάλλοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ἦμαρ]] συμμετρούμενον χρόνῳ, η [[ημέρα]] αυτή κατά τον υπολογισμό του χρόνου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνυπολογίζω]] με, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[οἷς]] ὁ [[βίος]] ξυνεμετρήθη, που η [[ζωή]] τους ήταν μετρημένη, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μετρώ]], [[υπολογίζω]] για τον εαυτό μου, [[υπολογίζω]] με [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ.· <i>ξυνεμετρήσαντο</i> (τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς [[τῶν]] πλίνθων, υπολόγισαν το ύψος του μετρώντας τις σειρές των πλίνθων, σε Θουκ. | |lsmtext='''συμμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμετρος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] μαζί, παραβάλλοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ἦμαρ]] συμμετρούμενον χρόνῳ, η [[ημέρα]] αυτή κατά τον υπολογισμό του χρόνου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνυπολογίζω]] με, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[οἷς]] ὁ [[βίος]] ξυνεμετρήθη, που η [[ζωή]] τους ήταν μετρημένη, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μετρώ]], [[υπολογίζω]] για τον εαυτό μου, [[υπολογίζω]] με [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ.· <i>ξυνεμετρήσαντο</i> (τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς [[τῶν]] πλίνθων, υπολόγισαν το ύψος του μετρώντας τις σειρές των πλίνθων, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμμετρέω''': μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ [[πρός]] τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ [[ἡμέρα]] αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), [[αὐτόθι]] 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ [[βίος]] ὑπῆρξε [[σύμμετρος]] [[πρός]]..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς [[πνεῦμα]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, [[εἰκάζω]], [[συμπεραίνω]], ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ [[τεῖχος]]] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ [[ὕψος]] μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι Πολυδ. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ [[μέγεθος]], σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |