Anonymous

καλοπέδιλα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων ([[τά]]) :<br />chaussures de bois, sabots, galoches.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πέδιλον]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />chaussures de bois, sabots, galoches.<br />'''Étymologie:''' [[κᾶλον]], [[πέδιλον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾱλοπέδῑλα''': τά, ([[κᾶλον]]) ξύλινα πέδιλα, ἦσαν δὲ [[ταῦτα]] πιθ. τεμάχια ξύλου [[ἅπερ]] ἔδενον εἰς τοὺς πόδας τῆς ἀγελάδος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀμέλξεως [[ὅπως]] μὴ κινῆται, ἀλλ’ ὃ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι καλοπέδιλ’ ἀράρισκε παρασταδὸν [[ἐγγὺς]] ἀμέλγειν Θεόκρ. 25.103 (ἐν ἐκδ. Ahrens: κωλοπέδας ἀράρισκε [[περισταδόν]], [[ἐγγὺς]] ἀπέργων).
|elnltext=καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''κᾱλοπέδῑλα:''' τά ([[κᾶλον]]), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την [[αγελάδα]] ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κᾱλοπέδῑλα:''' τά ([[κᾶλον]]), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την [[αγελάδα]] ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.
|lstext='''κᾱλοπέδῑλα''': τά, ([[κᾶλον]]) ξύλινα πέδιλα, ἦσαν δὲ [[ταῦτα]] πιθ. τεμάχια ξύλου [[ἅπερ]] ἔδενον εἰς τοὺς πόδας τῆς ἀγελάδος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀμέλξεως [[ὅπως]] μὴ κινῆται, ἀλλ’ ὃ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι καλοπέδιλ’ ἀράρισκε παρασταδὸν [[ἐγγὺς]] ἀμέλγειν Θεόκρ. 25.103 (ἐν ἐκδ. Ahrens: κωλοπέδας ἀράρισκε [[περισταδόν]], [[ἐγγὺς]] ἀπέργων).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾱλο-πέδῑλα, τά, [[κᾶλον]]<br />[[wooden]] shoes, used to [[keep]] a cow [[still]] [[while]] milking, Theocr.
|mdlsjtxt=κᾱλο-πέδῑλα, τά, [[κᾶλον]]<br />[[wooden]] shoes, used to [[keep]] a cow [[still]] [[while]] milking, Theocr.
}}
}}