Anonymous

σπυράς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
|elnltext=σπυράς zie σφυράς.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σπυράς zie σφυράς.
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
|mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
}}
}}