Anonymous

Εὔκολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(6_3)
 
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Εὔκολος''': «[[Ἑρμῆς]] παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.<br />ον, ([[κόλον]]): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ [[δύσκολος]], εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, [[αὐτάρκης]], [[πρᾶος]], [[εἰρηνικός]], «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· [[μετὰ]] δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, [[πράως]], εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· [[ὡσαύτως]], ἀμελῶς, [[ἄνευ]] φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[εὐκίνητος]], Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος [[πρός]] τι, [[ἐπιρρεπής]], πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.
|lstext='''Εὔκολος''': «[[Ἑρμῆς]] παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.<br />ον, ([[κόλον]]): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ [[δύσκολος]], εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, [[αὐτάρκης]], [[πρᾶος]], [[εἰρηνικός]], «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· [[μετὰ]] δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, [[πράως]], εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· [[ὡσαύτως]], ἀμελῶς, [[ἄνευ]] φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[εὐκίνητος]], Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος [[πρός]] τι, [[ἐπιρρεπής]], πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.
}}
}}