3,258,236
edits
(1a) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; [[δεῦρο]] ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποζεύγνυμαι''': ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν [[ἤμην]] [[ἐλεύθερος]] ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: [[ὥσπερ]] δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας ([[γραπτέον]] [[πόδα]]), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον [[ἐνταῦθα]] [[πεζῇ]], ὡς τὸ βαίνειν [[πόδα]] (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων. | |lstext='''ἀποζεύγνυμαι''': ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν [[ἤμην]] [[ἐλεύθερος]] ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: [[ὥσπερ]] δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας ([[γραπτέον]] [[πόδα]]), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον [[ἐνταῦθα]] [[πεζῇ]], ὡς τὸ βαίνειν [[πόδα]] (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων. | ||
Line 4: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Pass.:— to be parted from, γυναικός Eur.; εἰ γάμων ἀπεζύγην if I were [[free]] from [[wedlock]], Eur.; ἀπεζύγην πόδας I started on [[foot]], Aesch. | |mdlsjtxt=<br />Pass.:— to be parted from, γυναικός Eur.; εἰ γάμων ἀπεζύγην if I were [[free]] from [[wedlock]], Eur.; ἀπεζύγην πόδας I started on [[foot]], Aesch. | ||
}} | }} |