Anonymous

ἐσχατογήρως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(6_22)
 
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσχᾰτογήρως''': -ων, ὁ ἐν ἐσχάτῃ (γεροντικῇ) ἡλικίᾳ ὤν, Διόδωρ. 15. 76, Στράβων 650 κτλ.· - ὡς θηλυκ., [[Πολυδ]]. Βʹ, 18: [[ὡσαύτως]], ἐσχατόγηρος, ον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒʹ, 8). καὶ παρὰ Βυζ. ἐσχατογέρων, ὁ, Προκοπ. Ἱστ. 558Α, 595C, κλ. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξ. ταύτης καὶ τῶν ὁμοίων ὑπάρχει [[διαφωνία]] τις μεταξὺ τῶν ἐκδοτῶν. Ὁ Ἕρμαννος (De emend. ral. Gr. σ. 24 κἑξ.) θέλει αὐτὰς παροξυτόνους· τοιαύτη [[εἶναι]] καὶ ἡ γνώμη τοῦ Κυνέρου, [[ὅστις]] νομίζει ὅτι ὀνόματα ταύτης τῆς τάξεως δύνανται νὰ ὦσι προπαροξύτονα μόνον [[ὅταν]] ἐν τῇ παραληγούσῃ ἔχωσιν ε, καὶ ὅτι [[εἶναι]] [[σφάλμα]] νὰ ἐφαρμόζηται ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] καὶ εἰς τὰ παραλήγοντα εἰς η, οἷα [[εἶναι]] τὸ [[ἀγήρως]] κτλ. ὁ Χοιροβοσκὸς ἐν τούτοις (259. 13, 363. 27, 365. 16, 378. 16) ἔχει ὡς παράδ. εὔγηρως. Ἴδε Greek Accentuation by Chandler σ. 156).
|lstext='''ἐσχᾰτογήρως''': -ων, ὁ ἐν ἐσχάτῃ (γεροντικῇ) ἡλικίᾳ ὤν, Διόδωρ. 15. 76, Στράβων 650 κτλ.· - ὡς θηλυκ., Πολυδ. Βʹ, 18: [[ὡσαύτως]], ἐσχατόγηρος, ον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒʹ, 8). καὶ παρὰ Βυζ. ἐσχατογέρων, ὁ, Προκοπ. Ἱστ. 558Α, 595C, κλ. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξ. ταύτης καὶ τῶν ὁμοίων ὑπάρχει [[διαφωνία]] τις μεταξὺ τῶν ἐκδοτῶν. Ὁ Ἕρμαννος (De emend. ral. Gr. σ. 24 κἑξ.) θέλει αὐτὰς παροξυτόνους· τοιαύτη [[εἶναι]] καὶ ἡ γνώμη τοῦ Κυνέρου, [[ὅστις]] νομίζει ὅτι ὀνόματα ταύτης τῆς τάξεως δύνανται νὰ ὦσι προπαροξύτονα μόνον [[ὅταν]] ἐν τῇ παραληγούσῃ ἔχωσιν ε, καὶ ὅτι [[εἶναι]] [[σφάλμα]] νὰ ἐφαρμόζηται ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] καὶ εἰς τὰ παραλήγοντα εἰς η, οἷα [[εἶναι]] τὸ [[ἀγήρως]] κτλ. ὁ Χοιροβοσκὸς ἐν τούτοις (259. 13, 363. 27, 365. 16, 378. 16) ἔχει ὡς παράδ. εὔγηρως. Ἴδε Greek Accentuation by Chandler σ. 156).
}}
}}