Anonymous

μνήμων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[μνήμων]], -ον, Α δωρ. τ. [[μνάμων]])<br /><b>1.</b> αυτός που θυμάται κάποιον ή [[κάτι]] ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή [[κάτι]] («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή [[μνήμη]], αυτός που δεν λησμονεί («[[μνήμων]] τ' Ἐρινὺς καὶ [[τελεσφόρος]] Δίκη, - μνήμονες τῶν μεγάλων ὑπηρεσιών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι μνήμονες</i><br />(στην [[εποχή]] του κυβερνήτη Καποδίστρια) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με τη [[σύνταξη]] συμβολαίων και ορισμένων άλλων νομικών πράξεων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύμβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θυμίζει σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ὁ [[μνήμων]] και [[μνάμων]]<br />(στους Δωριείς της Σικελίας) ο [[υπεύθυνος]] συμποσίου («οἱ γὰρ ἐν Σικελίᾳ Δωριεῑς, ὡς ἔοικε, τὸν ἐπίσταθμον μνάμονα προσηγόρευον», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[υπάλληλος]] ο [[οποίος]] κατέγραψε τίτλους ή μεταβιβάσεις τίτλων<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) αστικοί υπάλληλοι, επιστάτες οι οποίοι διατηρούσαν στη [[μνήμη]] γεγονότα ως ένα [[είδος]] γραμματέων-χρονογράφων («ἱερομνήμονες καὶ ἐπιστάται καὶ μνήμονες καὶ τούτοις ἄλλα ὀνόματα [[σύνεγγυς]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[ελεήμων]], [[νοήμων]])].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[μνήμων]], -ον, Α δωρ. τ. [[μνάμων]])<br /><b>1.</b> αυτός που θυμάται κάποιον ή [[κάτι]] ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή [[κάτι]] («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή [[μνήμη]], αυτός που δεν λησμονεί («[[μνήμων]] τ' Ἐρινὺς καὶ [[τελεσφόρος]] Δίκη, - μνήμονες τῶν μεγάλων ὑπηρεσιών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι μνήμονες</i><br />(στην [[εποχή]] του κυβερνήτη Καποδίστρια) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με τη [[σύνταξη]] συμβολαίων και ορισμένων άλλων νομικών πράξεων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύμβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θυμίζει σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ὁ [[μνήμων]] και [[μνάμων]]<br />(στους Δωριείς της Σικελίας) ο [[υπεύθυνος]] συμποσίου («οἱ γὰρ ἐν Σικελίᾳ Δωριεῖς, ὡς ἔοικε, τὸν ἐπίσταθμον μνάμονα προσηγόρευον», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[υπάλληλος]] ο [[οποίος]] κατέγραψε τίτλους ή μεταβιβάσεις τίτλων<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) αστικοί υπάλληλοι, επιστάτες οι οποίοι διατηρούσαν στη [[μνήμη]] γεγονότα ως ένα [[είδος]] γραμματέων-χρονογράφων («ἱερομνήμονες καὶ ἐπιστάται καὶ μνήμονες καὶ τούτοις ἄλλα ὀνόματα [[σύνεγγυς]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[ελεήμων]], [[νοήμων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm