Anonymous

ενθυμούμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνθυμοῦμαι, -έομαι και [[ἐνθυμίζομαι]])<br />έχω ή [[διατηρώ]] [[κάτι]] στην [[ψυχή]] μου, στη [[σκέψη]] μου, στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]] με τον νου, [[αναλογίζομαι]], [[συλλογίζομαι]]<br />(«καὶ οἱ αὐτοὶ [[ἤτοι]] κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμούμαι]], [[αναπολώ]]<br /><b>2.</b> έχω στον νου, έχω υπ' όψιν μου<br /><b>3.</b> [[διατηρώ]] [[καθαρά]] στη [[σκέψη]] μου («δεν [[ενθυμούμαι]] ακριβώς τα [[λόγια]] του»)<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω [[μνήμη]], [[μνημονικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνειδητοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[αποφασίζω]] («[[τέλος]] ενθυμήθηκα στα [[ίδια]] να έλθω», Ιμπέρ. κ. Μαργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδ. πρότ. ως αντικ.) α) [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ότι («ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) έχω υπ' όψιν μου («ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῑς τισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με μτχ.) [[καταλαβαίνω]], έχω [[επίγνωση]] («οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστω ἐπαιρόμενος» — δεν καταλαβαίνει ότι παρασύρεται από απατηλό [[θάρρος]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. προσδ. [[πρός]] τινα</i>, για πρόσ.) έχω κάποιον στον νου μου<br /><b>4.</b> με πρότ. εξαρτημένη με το <i>μη</i> ως [[επεξήγηση]] του <i>τούτο</i> που παραλείπεται («καὶ ἐνθυμοῦμαι... μὴ παίζῃς [[πρός]] με καὶ ἑκὼν ἐξαπατᾷς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(απολ.)</b> [[φέρνω]] ή έχω στη [[μνήμη]] μου<br /><b>6.</b> (με γεν.) έχω [[κάτι]] διαρκώς στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]] έντονα ή πολύ καιρό<br /><b>7.</b> (με αιτ. ή απολ.) έχω [[κάτι]] στον νου μου και [[ανυπομονώ]], στενοχωρούμαι, οργίζομαι («ἐνεθυμοῦν
|mltxt=(AM ἐνθυμοῦμαι, -έομαι και [[ἐνθυμίζομαι]])<br />έχω ή [[διατηρώ]] [[κάτι]] στην [[ψυχή]] μου, στη [[σκέψη]] μου, στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]] με τον νου, [[αναλογίζομαι]], [[συλλογίζομαι]]<br />(«καὶ οἱ αὐτοὶ [[ἤτοι]] κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμούμαι]], [[αναπολώ]]<br /><b>2.</b> έχω στον νου, έχω υπ' όψιν μου<br /><b>3.</b> [[διατηρώ]] [[καθαρά]] στη [[σκέψη]] μου («δεν [[ενθυμούμαι]] ακριβώς τα [[λόγια]] του»)<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω [[μνήμη]], [[μνημονικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνειδητοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[αποφασίζω]] («[[τέλος]] ενθυμήθηκα στα [[ίδια]] να έλθω», Ιμπέρ. κ. Μαργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδ. πρότ. ως αντικ.) α) [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ότι («ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) έχω υπ' όψιν μου («ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῖς τισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με μτχ.) [[καταλαβαίνω]], έχω [[επίγνωση]] («οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστω ἐπαιρόμενος» — δεν καταλαβαίνει ότι παρασύρεται από απατηλό [[θάρρος]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. προσδ. [[πρός]] τινα</i>, για πρόσ.) έχω κάποιον στον νου μου<br /><b>4.</b> με πρότ. εξαρτημένη με το <i>μη</i> ως [[επεξήγηση]] του <i>τούτο</i> που παραλείπεται («καὶ ἐνθυμοῦμαι... μὴ παίζῃς [[πρός]] με καὶ ἑκὼν ἐξαπατᾷς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(απολ.)</b> [[φέρνω]] ή έχω στη [[μνήμη]] μου<br /><b>6.</b> (με γεν.) έχω [[κάτι]] διαρκώς στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]] έντονα ή πολύ καιρό<br /><b>7.</b> (με αιτ. ή απολ.) έχω [[κάτι]] στον νου μου και [[ανυπομονώ]], στενοχωρούμαι, οργίζομαι («ἐνεθυμοῦν
το, τήν τε περὶ Πύλον ξυμφοράν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(απολ.)</b> έχω [[γνώση]] κάποιου πράγματος και [[ανησυχώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]]<br /><b>9.</b> [[σχεδιάζω]], [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>10.</b> (με εμπρόθ. γεν.) [[βγάζω]] [[πόρισμα]], [[συμπεραίνω]] («τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾱς ἐνθυμεῖσθαι δεῖ;» — τί [[πρέπει]] να συμπεραίνετε από αυτά; <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> (παθ. βρίσκομαι [[συνεχώς]] στο [[μυαλό]] κάποιου, του [[είμαι]] [[αλησμόνητος]]<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> (με το <i>εὖ</i>) [[είμαι]] [[επιθυμητός]].
το, τήν τε περὶ Πύλον ξυμφοράν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(απολ.)</b> έχω [[γνώση]] κάποιου πράγματος και [[ανησυχώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]]<br /><b>9.</b> [[σχεδιάζω]], [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>10.</b> (με εμπρόθ. γεν.) [[βγάζω]] [[πόρισμα]], [[συμπεραίνω]] («τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾱς ἐνθυμεῖσθαι δεῖ;» — τί [[πρέπει]] να συμπεραίνετε από αυτά; <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>11.</b> (παθ. βρίσκομαι [[συνεχώς]] στο [[μυαλό]] κάποιου, του [[είμαι]] [[αλησμόνητος]]<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> (με το <i>εὖ</i>) [[είμαι]] [[επιθυμητός]].
}}
}}