Anonymous

περιάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[οδηγώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[γύρω]], [[περιφέρω]] (α. «[[ἄγγελος]]... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί.<br />β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου [[πεδίον]] περιήγαγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να έλθει σε δύσκολη [[κατάσταση]] («η [[χαρτοπαιξία]] τον περιήγαγε στην εξαθλίωση»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] [[ολόγυρα]] («περιφερομένης καὶ περιαγούσης», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου όπου και να πάω («τρεῑς παῑδας ἀκολούθους περιάγεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ένα [[μέρος]] ή σε μια [[κατάσταση]] («πειρώμενος... ἐς αὐτόν τε μόνον περιαγαγεῖν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] δυσκολίες σε κάποιον, τον [[φέρνω]] σε [[αμηχανία]] («ὡς οὐ [[μετρίως]] με ἀποκναίεις περιάγων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]], [[γυρίζω]], [[περιστρέφω]] (α. «τὴν κεφαλὴν ποῖ περιάγεις», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε περιφερική [[κίνηση]] («ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τὰ ἄλλα άστρα, [[εἴπερ]] ψυχὴ περιάγει [[πάντα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρατείνω]], [[αναβάλλω]] («δεῖπνον ὅμοιον καὶ ἐς τὴν αὐτὴν ὥραν περιηγμένον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επεξεργάζομαι]] μια περίοδο κειμένου και τήν [[καθιστώ]] κομψή και γλαφυρή<br /><b>8.</b> περιφέρομαι, [[πηγαίνω]] εδώ κι [[εκεί]] («περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας», ΚΔ)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιάγομαι</i><br />[[δίνω]] [[κάτι]] από [[χέρι]] σε [[χέρι]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[οδηγώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[γύρω]], [[περιφέρω]] (α. «[[ἄγγελος]]... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί.<br />β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου [[πεδίον]] περιήγαγε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να έλθει σε δύσκολη [[κατάσταση]] («η [[χαρτοπαιξία]] τον περιήγαγε στην εξαθλίωση»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[έρχομαι]] [[ολόγυρα]] («περιφερομένης καὶ περιαγούσης», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου όπου και να πάω («τρεῖς παῑδας ἀκολούθους περιάγεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ένα [[μέρος]] ή σε μια [[κατάσταση]] («πειρώμενος... ἐς αὐτόν τε μόνον περιαγαγεῖν τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] δυσκολίες σε κάποιον, τον [[φέρνω]] σε [[αμηχανία]] («ὡς οὐ [[μετρίως]] με ἀποκναίεις περιάγων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]], [[γυρίζω]], [[περιστρέφω]] (α. «τὴν κεφαλὴν ποῖ περιάγεις», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε περιφερική [[κίνηση]] («ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τὰ ἄλλα άστρα, [[εἴπερ]] ψυχὴ περιάγει [[πάντα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρατείνω]], [[αναβάλλω]] («δεῖπνον ὅμοιον καὶ ἐς τὴν αὐτὴν ὥραν περιηγμένον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επεξεργάζομαι]] μια περίοδο κειμένου και τήν [[καθιστώ]] κομψή και γλαφυρή<br /><b>8.</b> περιφέρομαι, [[πηγαίνω]] εδώ κι [[εκεί]] («περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας», ΚΔ)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιάγομαι</i><br />[[δίνω]] [[κάτι]] από [[χέρι]] σε [[χέρι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm