Anonymous

ὁμοερκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[οικία]] ή στην [[ίδια]] [[φυλακή]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κίονες ὁμοερκεῑς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως [[στήριγμα]] σε [[μεταλλεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔρκος</i> «[[φραγμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ερκής</i>].
|mltxt=[[ὁμοερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[οικία]] ή στην [[ίδια]] [[φυλακή]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κίονες ὁμοερκεῖς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως [[στήριγμα]] σε [[μεταλλεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔρκος</i> «[[φραγμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ερκής</i>].
}}
}}