Anonymous

κτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άομαι (AM [[κτῶμαι]], [[κτάομαι]], Α ιων. τ. [[κτέομαι]])<br /><b>1.</b> (ως μέσ.) [[παίρνω]] [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου, πορίζομαι, [[γίνομαι]] [[κύριος]], [[αποκτώ]] (α. «κτήσεται δ' [[ἄνευ]] δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[πολλάκις]] δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ'άγαθά τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον [[εἶναι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως παθ.) [[αποκτώμαι]], [[περιέρχομαι]] στην [[κατοχή]] κάποιου (α. «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» β. «οὐ γάρ δίκαιον ἅ τῄ άπορίᾳ έκτήθη τῇ περιουσίᾳ ἀπολέσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (ο παρακμ. με σημ. ενεστ.) <i>κέκτημαι</i> ή <i>ἔκτημαι</i><br />έχω, [[κατέχω]] (α. «κεκτημένα δικαιώματα»<br />«κεκτημένη [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] που έχει ένα [[σώμα]] σε ορισμένη [[στιγμή]]<br />γ. «στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ίππο) [[κερδίζω]] ως [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> (για [[κακά]] και δυστυχήματα) [[επισύρω]] [[εναντίον]] μου (ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ' αὑτῷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποπίπτω]] σε [[κάτι]] («τοιοῑσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾱς ἐκτήσατ' ὀργήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ κεκτημένος</i><br />α) (σχετικά με δούλους) ο [[κύριος]], ο [[κάτοχος]]<br />β) ο [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> (το θηλ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἡ κεκτημένη</i><br />η [[κυρία]], η [[δέσποινα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος» ή «κτῶμαι [[χάριν]] ἀπό τινος» — [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου<br />β) «κτῶμαι [[τέκνα]]» — [[τεκνοποιώ]]<br />γ) «κτῶμαί τινα πολέμιον» — [[κάνω]] κάποιον εχθρό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. ενεστ. τ. <i>κτῶμαι</i> [[είναι]] [[υστερογενής]] και στον Όμηρο απαντά μόνο στον αόρ. (<i>ἐκτησάμην</i>) και στον παρακμ. (<i>ἔκτημαι</i>). Το θ. <i>κτη</i>- που εμφανίζουν οι ρηματικοί τ. [[πλην]] του ενεστωτικού ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kt</i><i>ē</i>(<i>i</i>)- «[[κατέχω]], έχω [[αρμοδιότητα]] και [[εξουσία]] κάποιου πράγματος». Η λ. <i>κτῶμαι</i> συνδέεται πιθ. με το [[κτίζω]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>ktei</i>- «[[ιδρύω]], εγκαθίσταμαι»). Η [[σύνδεση]] του ενεστ. τ. <i>κτῶμαι</i> με το αρχ. ινδ. <i>ksayati</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[διοικώ]]» παραμένει αναπόδεικτη, [[κυρίως]] λόγω της όψιμης μαρτυρίας του <i>κτῶμαι</i>. Το ρ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα με τη [[μορφή]] <i>κτησι</i>- ([[πρβλ]]. [[Κτησιμένης]], [[Κτησιφών]]), από τα οποία προήλθαν ορισμένα χαϊδευτικά ([[πρβλ]]. <i>Κτησίας</i>, <i>Κτησώ</i>)<br />απαντά [[επίσης]] και ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>κτητος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύκτητος]], [[Επίκτητος]]) και -<i>κτήτης</i> ([[πρβλ]]. <i>Φιλοκτήτης</i>). Στους μτγν. χρόνους σχηματίστηκε από το <i>κτῶμαι</i> τ. της ενεργητικής φωνής <i>κτώ</i>, που [[σπανίως]] απαντά απλό, ενώ [[είναι]] συχνό στη Νέα Ελληνική ως σύνθετο ([[πρβλ]]. [[αποκτώ]], [[κατακτώ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κτήνος]], [[κτήμα]], [[κτήση]](-<i>ις</i>), [[κτήτορας]](-<i>ωρ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κτέανον]], [[κτέαρ]], [[κτεάτειρα]], [[κτητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) α) -κτωμαι: <b>αρχ.</b> <i>ανακτώμαι</i>, [[αποκτώμαι]], [[εγκτώμαι]], [[εισκτώμαι]], <i>επανακτώμαι</i>, [[επικτώμαι]], [[κατακτώμαι]], [[παρακτώμαι]], [[περικτώμαι]], [[προκτώμαι]], [[προσανακτώμαι]], [[προσεπικτώμαι]], [[προσκατακτώμαι]], [[προσκτώμαι]], [[συγκατακτώμαι]], [[συγκτώμαι]], [[υπερκτώμαι]]. β) -κτω: <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακτώ]], [[επανακτώ]], [[κατακτώ]], <i>προσαποκτώ</i>].
|mltxt=-άομαι (AM [[κτῶμαι]], [[κτάομαι]], Α ιων. τ. [[κτέομαι]])<br /><b>1.</b> (ως μέσ.) [[παίρνω]] [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου, πορίζομαι, [[γίνομαι]] [[κύριος]], [[αποκτώ]] (α. «κτήσεται δ' [[ἄνευ]] δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[πολλάκις]] δοκεῖ τὸ φυλάξαι τ'άγαθά τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον [[εἶναι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως παθ.) [[αποκτώμαι]], [[περιέρχομαι]] στην [[κατοχή]] κάποιου (α. «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» β. «οὐ γάρ δίκαιον ἅ τῄ άπορίᾳ έκτήθη τῇ περιουσίᾳ ἀπολέσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (ο παρακμ. με σημ. ενεστ.) <i>κέκτημαι</i> ή <i>ἔκτημαι</i><br />έχω, [[κατέχω]] (α. «κεκτημένα δικαιώματα»<br />«κεκτημένη [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] που έχει ένα [[σώμα]] σε ορισμένη [[στιγμή]]<br />γ. «στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ίππο) [[κερδίζω]] ως [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> (για [[κακά]] και δυστυχήματα) [[επισύρω]] [[εναντίον]] μου (ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ' αὑτῷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποπίπτω]] σε [[κάτι]] («τοιοῑσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾱς ἐκτήσατ' ὀργήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ κεκτημένος</i><br />α) (σχετικά με δούλους) ο [[κύριος]], ο [[κάτοχος]]<br />β) ο [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> (το θηλ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἡ κεκτημένη</i><br />η [[κυρία]], η [[δέσποινα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος» ή «κτῶμαι [[χάριν]] ἀπό τινος» — [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου<br />β) «κτῶμαι [[τέκνα]]» — [[τεκνοποιώ]]<br />γ) «κτῶμαί τινα πολέμιον» — [[κάνω]] κάποιον εχθρό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. ενεστ. τ. <i>κτῶμαι</i> [[είναι]] [[υστερογενής]] και στον Όμηρο απαντά μόνο στον αόρ. (<i>ἐκτησάμην</i>) και στον παρακμ. (<i>ἔκτημαι</i>). Το θ. <i>κτη</i>- που εμφανίζουν οι ρηματικοί τ. [[πλην]] του ενεστωτικού ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kt</i><i>ē</i>(<i>i</i>)- «[[κατέχω]], έχω [[αρμοδιότητα]] και [[εξουσία]] κάποιου πράγματος». Η λ. <i>κτῶμαι</i> συνδέεται πιθ. με το [[κτίζω]] (<span style="color: red;"><</span> IE <i>ktei</i>- «[[ιδρύω]], εγκαθίσταμαι»). Η [[σύνδεση]] του ενεστ. τ. <i>κτῶμαι</i> με το αρχ. ινδ. <i>ksayati</i> «[[είμαι]] [[κύριος]], [[διοικώ]]» παραμένει αναπόδεικτη, [[κυρίως]] λόγω της όψιμης μαρτυρίας του <i>κτῶμαι</i>. Το ρ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα με τη [[μορφή]] <i>κτησι</i>- ([[πρβλ]]. [[Κτησιμένης]], [[Κτησιφών]]), από τα οποία προήλθαν ορισμένα χαϊδευτικά ([[πρβλ]]. <i>Κτησίας</i>, <i>Κτησώ</i>)<br />απαντά [[επίσης]] και ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>κτητος</i> ([[πρβλ]]. [[πολύκτητος]], [[Επίκτητος]]) και -<i>κτήτης</i> ([[πρβλ]]. <i>Φιλοκτήτης</i>). Στους μτγν. χρόνους σχηματίστηκε από το <i>κτῶμαι</i> τ. της ενεργητικής φωνής <i>κτώ</i>, που [[σπανίως]] απαντά απλό, ενώ [[είναι]] συχνό στη Νέα Ελληνική ως σύνθετο ([[πρβλ]]. [[αποκτώ]], [[κατακτώ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κτήνος]], [[κτήμα]], [[κτήση]](-<i>ις</i>), [[κτήτορας]](-<i>ωρ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κτέανον]], [[κτέαρ]], [[κτεάτειρα]], [[κτητός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) α) -κτωμαι: <b>αρχ.</b> <i>ανακτώμαι</i>, [[αποκτώμαι]], [[εγκτώμαι]], [[εισκτώμαι]], <i>επανακτώμαι</i>, [[επικτώμαι]], [[κατακτώμαι]], [[παρακτώμαι]], [[περικτώμαι]], [[προκτώμαι]], [[προσανακτώμαι]], [[προσεπικτώμαι]], [[προσκατακτώμαι]], [[προσκτώμαι]], [[συγκατακτώμαι]], [[συγκτώμαι]], [[υπερκτώμαι]]. β) -κτω: <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακτώ]], [[επανακτώ]], [[κατακτώ]], <i>προσαποκτώ</i>].
}}
}}
{{ls
{{ls