Anonymous

κόπος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κόπος]])<br /><b>1.</b> [[κάματος]], [[κόπωση]], [[κούραση]] («οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] έλεῑ μου [[καματηρός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[καταβολή]] σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, [[εργασία]] (α. «[[κάθε]] [[μέρα]] σκοτώνεται στη δουλειά και [[κανείς]] δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «[[μήπως]]... εἰς κενὸν γένηται ὁ [[κόπος]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρία]], [[μόχθος]] («ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>(γνωμ.)</b> «τἀγαθὰ κόποις κτῶνται» — για να αποκτήσεις [[κάτι]] καλό [[πρέπει]] να κοπιάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αμοιβή]] για καταβαλλόμενη [[εργασία]] (α. «δεν μού πληρώνει τους κόπους μου» β. «μού 'φαγε τον κόπο μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνεις τον κόπο να...» — μπορείς σε [[παρακαλώ]] να...<br />β) «δεν αξίζει τον κόπο» — [[είναι]] ανάξιο λόγου<br />γ) «[[χαμένος]] [[κόπος]]» — [[ματαιοπονία]]<br />δ) «του 'μεινε ο [[κόπος]] [[διάφορο]]» — λέγεται γι' αυτούς που εργάστηκαν [[χωρίς]] [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χάνω]] τον κόπο μου» — [[ματαιοπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτύπημα]], [[πλήγμα]] («όξύχειρι σὺν κόπω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πόνος]] από κάποια [[αρρώστια]] («ἡνίκ' ἂν [[κόπος]] μ' ἀπαλλάξῃ [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κόπον [[παρέχω]]» — [[στενοχωρώ]], [[ενοχλώ]] («τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. Η ετυμολογική προέλευσή του διατηρείται στο β' συνθετικό ορισμένων λ., όπως λ.χ. στη λ. <i>α</i>-<i>διά</i>-<i>κοπος</i>. Ωστόσο, πολύ [[νωρίς]] η λ. πήρε τη σημ. «[[μόχθος]]», με την οποία εμφανίζεται στα περισσότερα παρ. και σύνθετά της].
|mltxt=ο (ΑM [[κόπος]])<br /><b>1.</b> [[κάματος]], [[κόπωση]], [[κούραση]] («οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] έλεῖ μου [[καματηρός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[καταβολή]] σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, [[εργασία]] (α. «[[κάθε]] [[μέρα]] σκοτώνεται στη δουλειά και [[κανείς]] δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «[[μήπως]]... εἰς κενὸν γένηται ὁ [[κόπος]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρία]], [[μόχθος]] («ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>(γνωμ.)</b> «τἀγαθὰ κόποις κτῶνται» — για να αποκτήσεις [[κάτι]] καλό [[πρέπει]] να κοπιάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αμοιβή]] για καταβαλλόμενη [[εργασία]] (α. «δεν μού πληρώνει τους κόπους μου» β. «μού 'φαγε τον κόπο μου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνεις τον κόπο να...» — μπορείς σε [[παρακαλώ]] να...<br />β) «δεν αξίζει τον κόπο» — [[είναι]] ανάξιο λόγου<br />γ) «[[χαμένος]] [[κόπος]]» — [[ματαιοπονία]]<br />δ) «του 'μεινε ο [[κόπος]] [[διάφορο]]» — λέγεται γι' αυτούς που εργάστηκαν [[χωρίς]] [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χάνω]] τον κόπο μου» — [[ματαιοπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτύπημα]], [[πλήγμα]] («όξύχειρι σὺν κόπω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πόνος]] από κάποια [[αρρώστια]] («ἡνίκ' ἂν [[κόπος]] μ' ἀπαλλάξῃ [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κόπον [[παρέχω]]» — [[στενοχωρώ]], [[ενοχλώ]] («τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. Η ετυμολογική προέλευσή του διατηρείται στο β' συνθετικό ορισμένων λ., όπως λ.χ. στη λ. <i>α</i>-<i>διά</i>-<i>κοπος</i>. Ωστόσο, πολύ [[νωρίς]] η λ. πήρε τη σημ. «[[μόχθος]]», με την οποία εμφανίζεται στα περισσότερα παρ. και σύνθετά της].
}}
}}
{{lsm
{{lsm