Anonymous

κατεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κατεῑπον και κατεῑπα (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως αόρ. β' του [[καταγορεύω]])<br /><b>1.</b> (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) [[κατηγορώ]], [[καταγγέλλω]] κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αναφέρω]], [[ανακοινώνω]], [[καταγγέλλω]], [[προδίνω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] [[φανερά]], [[φανερώνω]], [[διακηρύσσω]]<br /><b>4.</b> [[λέγω]], [[δηλώνω]], [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]]<br /><b>5.</b> [[απαριθμώ]], [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]] («εἰ φύλλα [[πάντα]] δένδρων ἐπίστασαι κατειπεῖν», Ανακρ.).
|mltxt=κατεῖπον και κατεῖπα (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως αόρ. β' του [[καταγορεύω]])<br /><b>1.</b> (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) [[κατηγορώ]], [[καταγγέλλω]] κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αναφέρω]], [[ανακοινώνω]], [[καταγγέλλω]], [[προδίνω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] [[φανερά]], [[φανερώνω]], [[διακηρύσσω]]<br /><b>4.</b> [[λέγω]], [[δηλώνω]], [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]]<br /><b>5.</b> [[απαριθμώ]], [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]] («εἰ φύλλα [[πάντα]] δένδρων ἐπίστασαι κατειπεῖν», Ανακρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm