Anonymous

μερίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μερίζω]], Α δωρ. τ. [[μερίσδω]], Μ και ἱμερίζω)<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῦσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐὰν κατὰ [[μέρος]] μερισθέντες φυλάττωμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>3.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[τακτοποιώ]] («[[κατά]] τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[κατατέμνω]], [[αποκόπτω]], [[σχίζω]], [[κομματιάζω]] [[κάτι]] («μερίζειν πελέκει χεῖρα», Ι μέρ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάνω]] [[διαίρεση]], [[διαιρώ]] σε μέρη ανάλογα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διεκδικώ]] («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μερίζομαι εἰς [[πολλά]]» — μέ απασχολούν [[πολλά]], [[κάνω]] διάφορες σκέψεις<br />β) «μερίζομαι κατὰ νοῦν» — η [[σκέψη]] μου πλανιέται σε [[πολλά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονέμω]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω στραμμένο το [[ενδιαφέρον]] μου σε [[πολλά]] πράγματα<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε [[κάτι]] («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ [[μερίζω]] τὸν βίον», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μού ανήκει<br />β) μοιράζομαι [[κάτι]] με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν [[χρυσίον]] μετὰ Φορμίωνος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», <b>Πολ.</b>)<br />δ) θεωρούμαι ότι [[ανήκω]] στη [[μερίδα]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς πᾶσαν πεῑραν μερίζομαι» — [[κάνω]] [[κάθε]] [[απόπειρα]], [[δοκιμάζω]] [[καθετί]]<br />β) «[[μερίζω]] τινὰ τοῖς ποιηταῑς» — [[κατανέμω]], [[διαμοιράζω]] κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητών<br />γ) «[[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν» — [[διαιρώ]] τον τόκο κατ' [[αναλογία]] του πλου, δηλ. [[πληρώνω]] [[μέρος]] τών χρημάτων ανάλογο [[προς]] το [[μέρος]] του πλου που εκτελέστηκε (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μερίζω]] (<span style="color: red;"><</span><i>μερίδ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]])].
|mltxt=(ΑM [[μερίζω]], Α δωρ. τ. [[μερίσδω]], Μ και ἱμερίζω)<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῦσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐὰν κατὰ [[μέρος]] μερισθέντες φυλάττωμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>3.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[τακτοποιώ]] («[[κατά]] τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[κατατέμνω]], [[αποκόπτω]], [[σχίζω]], [[κομματιάζω]] [[κάτι]] («μερίζειν πελέκει χεῖρα», Ι μέρ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάνω]] [[διαίρεση]], [[διαιρώ]] σε μέρη ανάλογα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διεκδικώ]] («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μερίζομαι εἰς [[πολλά]]» — μέ απασχολούν [[πολλά]], [[κάνω]] διάφορες σκέψεις<br />β) «μερίζομαι κατὰ νοῦν» — η [[σκέψη]] μου πλανιέται σε [[πολλά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απονέμω]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω στραμμένο το [[ενδιαφέρον]] μου σε [[πολλά]] πράγματα<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε [[κάτι]] («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ [[μερίζω]] τὸν βίον», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μού ανήκει<br />β) μοιράζομαι [[κάτι]] με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν [[χρυσίον]] μετὰ Φορμίωνος», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», <b>Πολ.</b>)<br />δ) θεωρούμαι ότι [[ανήκω]] στη [[μερίδα]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς πᾶσαν πεῖραν μερίζομαι» — [[κάνω]] [[κάθε]] [[απόπειρα]], [[δοκιμάζω]] [[καθετί]]<br />β) «[[μερίζω]] τινὰ τοῖς ποιηταῑς» — [[κατανέμω]], [[διαμοιράζω]] κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητών<br />γ) «[[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν» — [[διαιρώ]] τον τόκο κατ' [[αναλογία]] του πλου, δηλ. [[πληρώνω]] [[μέρος]] τών χρημάτων ανάλογο [[προς]] το [[μέρος]] του πλου που εκτελέστηκε (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μερίζω]] (<span style="color: red;"><</span><i>μερίδ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm