Anonymous

κεφαλή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "periphr." to "periphrasis")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλή]])<br /><b>1.</b> το ανώτερο [[άκρο]] του ανθρώπινου σώματος το οποίο συνδέεται με τον κορμό με τη [[μεσολάβηση]] του λαιμού ή το πρόσθιο [[άκρο]] του σώματος τών ζώων, στο οποίο εδράζεται ο [[εγκέφαλος]] και βρίσκονται τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] ή το προεξέχον [[άκρο]] ενός αντικειμένου ή γενικά το [[τμήμα]] που προηγείται, που [[είναι]] πιο σημαντικό ή πιο χρήσιμο ή μοιάζει με το [[κεφάλι]] [[κατά]] το [[σχήμα]] (α. «[[κεφαλή]] του [[πικάπ]]» β. «[[κεφαλή]] του μαγνητοφώνου» γ. «πυρηνικές κεφαλές» δ. «[[κεφαλή]] της [[φάλαγγας]]» ε. «ἐμβαλὼν σκορόδων [[κεφαλάς]]», <b>Αριστοφ.</b><br />στ. «ἡ κεφαλὴ τοῦ ὄρχεως» — η [[επιδιδυμίδα]]<br />ζ. «τὰ δ' αὖ τῶν πολυπόδων τοιούτων [[οὐδέν]] ἔχει διὰ τὸ μικρὸν ἔχειν τὸ [[κύτος]] τὴν καλουμένην κεφαλήν», <b>Αριστοτ.</b><br />η. «ἀναβάντες ἐπὶ τὰς [[κεφαλάς]]» — [[αφού]] ανέβηκαν στα γεισώματα του τοίχου, <b>Ξεν.</b> θ. «ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν στύλων» — στα κιονόκρανα, ΠΔ)<br /><b>3.</b> ο [[αρχηγός]], ο [[ηγέτης]] (α. «η [[κεφαλή]] του κράτους» β. «η [[κεφαλή]] της εκκλησίας» γ. «πρώτη [[κεφαλή]] ὁ [[στρατηγός]]», Λέων <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το πιο ουσιώδες [[μέρος]], η πιο σημαντική [[θέση]] (α. «κάθεται [[πάντα]] στην [[κεφαλή]] του τραπεζιού» β. «[[κεφαλή]] δείπνου» — η πιο καλή [[μερίδα]] φαγητού στο [[δείπνο]], Αλεξ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κεφαλήν» — σε [[κάθε]] [[άτομο]], ανά [[άτομο]] (α. «το [[κατά]] κεφαλήν [[εισόδημα]]» β. «κατὰ κεφαλὴν [[ἕκαστος]] εἰσφέρει τὸ τεταγμένον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> α) [[ονομασία]] που δίνεται στο διογκωμένο [[μέρος]] ορισμένων οργάνων («[[κεφαλή]] της επιδιδυμίδας»)<br />β) [[ονομασία]] που δίνεται στο [[άκρο]] ορισμένων οστών («[[κεφαλή]] του μηριαίου οστού»)<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλές</i><br />[[ονομασία]] τών πρώτων αποσταγμάτων που λαμβάνονται [[κατά]] την [[απόσταξη]] αλκοολούχων υγρών<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> α) (στα έγχορδα όργανα) το [[τμήμα]] του μπράτσου όπου υπάρχουν τα κλειδιά στα οποία και χορδίζονται οι χορδές<br />β) (στο [[φλάουτο]] και στη [[φλογέρα]]) το κινητό [[πάνω]] [[τμήμα]] του οργάνου όπου υπάρχει το υποχείλιο ή το [[ράμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο επί κεφαλής» ή «ο επικεφαλής» — ο [[αρχηγός]], ο [[προϊστάμενος]], ο [[πρώτος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν έχω πού την κεφαλήν [[κλίνω]] ή κλίναι» — δεν [[βρίσκω]] [[πουθενά]] [[ανάπαυση]] ή δεν έχω από [[πουθενά]] [[βοήθεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «κακή [[κεφαλή]]» — [[ξεροκέφαλος]]<br />β. «[[αἴρω]] κεφαλήν» — [[σηκώνω]] [[κεφάλι]], [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφετηρία]], το [[ξεκίνημα]] («[[κεφαλή]] χρόνου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλαί</i><br />οι πηγές ποταμού («Τεάρου ποταμοῦ κεφαλαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε περιφράσεις) ο [[άνθρωπος]], το [[άτομο]] (α. «πολλάς ίφθίμους [[κεφαλάς]] Ἄιδι προϊάψειν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μεγάλη]] [[κεφαλή]]» — σπουδαίο [[πρόσωπο]], [[προσωπικότητα]], Βέττ. Βαλ.<br />γ. «ω κακαι κεφαλαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η ζωή, η ύπαρξη, η [[υπόσταση]] («ἀποβαλέεις, τὴν κεφαλήν» — θα χάσεις τη ζωή σου, θα πεθάνεις, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για όρκο ή [[κατάρα]]) («νῦν ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — [[τώρα]] να πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αγγεία) το ανώτατο [[μέρος]], το [[χείλος]]<br /><b>5.</b> η [[πηγή]] του ποταμού<br /><b>6.</b> η [[εκβολή]] του ποταμού<br /><b>7.</b> η [[αρχή]], η [[αιτία]], η [[γένεση]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κεφαλή]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] μέσσα, [[Διός]] δ' ἒκ [[πάντα]] τελεῑται», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>8.</b> το [[τέλος]], η [[κορωνίδα]] («κεφαλήν τε τῷ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῖναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τους μυς) η [[αρχή]]<br /><b>10.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[συμμορία]]<br /><b>11.</b> η [[αποπεράτωση]], το [[αποτέλεσμα]]<br /><b>12.</b> το [[σύνολο]], το [[άθροισμα]]<br /><b>13.</b> το προπορευόμενο δεξιό ήμισυ της στρατιωτικής [[φάλαγγας]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> <b>αστρολ.</b> «κεφαλὴ τοῦ κόσμου» — ο Κριός<br />β) «κατὰ κεφαλήν» ή <b>(επικ.)</b> «κάκ κεφαλήν»<br />i) [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], [[κατακέφαλα]]<br />ii) [[προς]] τα [[κάτω]] («καὶ [[κατά]] κεφαλὴν τὸ τεῖχος τῆς ἀκροπόλεως διώρυττον» <b>Ξεν.</b>)<br />iii) [[πάνω]] από [[κάτι]] («[[κατά]] κεφαλήν αὐτῶν... [[ὑπὲρ]] τοῦ Ἡραίου», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) «τὸ κατὰ κεφαλὴν [[ὕδωρ]]» — το [[νερό]] της βροχής, Θεόφρ.)<br />δ) «ἐπὶ κεφαλήν»<br />i) με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />ii) αμελώς, απερίσκεπτα, αυθαίρετα<br />iii) με [[μεγάλη]] [[εκτίμηση]]<br />ε) «ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς» ή «ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν» — από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια<br />στ) «κεφαλὴ [[περίδεσμος]]» — [[κεφαλόδεσμος]], <b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ἐπὶ ταῖς κεφαλαῑς»<br />(ως [[ένδειξη]] εκτιμήσεως, θαυμασμού) [[πάνω]] στα κεφάλια τους τους έχουν<br />η) «[[φίλη]] [[κεφαλή]]»<br />(ως [[προσφώνηση]] που εκφράζει [[οικειότητα]] και [[αγάπη]]) [[φίλτατος]], [[αγαπημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghebh</i> (<i>e</i>)<i>l</i>- «[[αέτωμα]], [[κεφαλή]]» και συνδέεται με τοχαρ. Α. <i>śp</i><i>ā</i><i>l</i> «[[κεφαλή]]» και [[προπάντων]] με τα γερμανικά <b>γοτθ.</b> <i>gibla</i> «[[έπαλξη]], με άνω γερμ. <i>gebel</i> «[[κρανίον]]» και νεογερμ. <i>Giebel</i> «[[αέτωμα]], [[κορυφή]]». Η λ. [[κεφαλή]] συναγωνίστηκε επιτυχώς την αρχαϊκή και δύσχρηστη λ. [[κάρα]] επικρατήσασα ευρύτερα τόσο στην αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική (με τον τ. [[κεφάλι]]). Στην αρχ. μακεδόνικη διάλεκτο απαντά ως <i>κεδαλή</i>, [[κεβλή]] και <i>γαδαλά</i> («ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν», <b>Ησύχ.</b>). Η [[ετυμολογία]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην [[αποδοχή]] ως πρωταρχικής της σημασίας «[[κρανίο]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>testa</i>). Από τη λ. παράγονται [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια <i>Κεφαλίνος</i>, <i>Κέφαλος</i>, <i>Κεφάλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφάλαιος]], [[κεφαλαίος]], [[κεφάλας]], [[κεφαλικός]], [[κεφαλίνη]], [[κεφαλίνος]], [[κεφαλίδα]] (-<i>ίς</i>), [[κέφαλος]], [[κεφαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφαληδόν]], [[κεφαλητικός]], [[κεφαλίδιον]], [[κεφαλίζω]], <i>κεφάλων</i>, [[κεφαλίτης]], [[κεφαλώδης]], [[κεφαλών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κεφαλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεφάλα]], [[κεφαλήσιος]], [[κεφαλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) απαντά υπό τους τύπους -[[κεφαλή]], -[[κεφάλας]] και -[[κέφαλος]]. α) -[[κεφαλή]]: [[λεοντοκεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βοϊδοκεφαλή</i>, <i>μοσχαροκεφαλή</i>, [[νεκροκεφαλή]], <i>χοιροκεφαλή</i>, <i>ψαροκεφαλή</i>. β) -[[κεφάλας]]: <i>Βουκεφάλας</i>. γ) -[[κέφαλος]]: [[αιγοκέφαλος]], [[ακέφαλος]], [[αμφικέφαλος]], [[βαρυκέφαλος]], [[βουκέφαλος]], [[βραχυκέφαλος]], [[δικέφαλος]], [[εγκέφαλος]], <i>εκατογκέφαλος</i>, [[κυνοκέφαλος]], [[λεοντοκέφαλος]], [[μακροκέφαλος]], [[μεγαλοκέφαλος]], [[μικροκέφαλος]], [[ονοκέφαλος]], [[πολυκέφαλος]], [[πλατυκέφαλος]], [[σφηνοκέφαλος]], [[τρικέφαλος]], [[υδροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρακοντοκέφαλος]], [[ευκέφαλος]], [[εχιδνοκέφαλος]], [[ζωοκέφαλος]], [[θυννοκέφαλος]], [[ισοκέφαλος]], [[κριοκέφαλος]], [[λευκοκέφαλος]], [[λιθοκέφαλος]], [[μαδαροκέφαλος]], [[μονοκέφαλος]], [[ξηροκέφαλος]], [[οξυκέφαλος]], [[ορθοκέφαλος]], [[ουλοκέφαλος]], [[προκέφαλος]], [[ριζοκέφαλος]], [[σεισοκέφαλος]], [[στρουθοκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]], [[ταυροκέφαλος]], [[τρισσοκέφαλος]], [[υγροκέφαλος]], [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>κολοκυ</i>(<i>ν</i>)<i>θοκέφαλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδειοκέφαλος]], [[αμβλυκέφαλος]], [[αυτοκέφαλος]], <i>βαριοκέφαλος</i>, <i>βοϊδοκέφαλος</i>, [[γαϊδουροκέφαλος]], [[γυμνοκέφαλος]], [[δολιχοκέφαλος]], [[ελαφοκέφαλος]], [[ελαφροκέφαλος]], [[θερμοκέφαλος]], [[κακοκέφαλος]], [[κατακέφαλος]], [[κορακοκέφαλος]], [[κουφιοκέφαλος]], <i>μαυροκέφαλος</i>, <i>μπουμπουνοκέφαλος</i>, [[νανοκέφαλος]], [[ξεροκέφαλος]], [[οφιοκέφαλος]], [[πονοκέφαλος]], [[σγουροκέφαλος]], [[σιδεροκέφαλος]], [[σκληροκέφαλος]], [[σκυλοκέφαλος]], [[σουβλοκέφαλος]], [[στενοκέφαλος]], <i>στραδοκέφαλος</i>, [[ταπεινοκέφαλος]], [[τριγωνοκέφαλος]], [[χοντροκέφαλος]], [[ψαροκέφαλος]]].
|mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλή]])<br /><b>1.</b> το ανώτερο [[άκρο]] του ανθρώπινου σώματος το οποίο συνδέεται με τον κορμό με τη [[μεσολάβηση]] του λαιμού ή το πρόσθιο [[άκρο]] του σώματος τών ζώων, στο οποίο εδράζεται ο [[εγκέφαλος]] και βρίσκονται τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] ή το προεξέχον [[άκρο]] ενός αντικειμένου ή γενικά το [[τμήμα]] που προηγείται, που [[είναι]] πιο σημαντικό ή πιο χρήσιμο ή μοιάζει με το [[κεφάλι]] [[κατά]] το [[σχήμα]] (α. «[[κεφαλή]] του [[πικάπ]]» β. «[[κεφαλή]] του μαγνητοφώνου» γ. «πυρηνικές κεφαλές» δ. «[[κεφαλή]] της [[φάλαγγας]]» ε. «ἐμβαλὼν σκορόδων [[κεφαλάς]]», <b>Αριστοφ.</b><br />στ. «ἡ κεφαλὴ τοῦ ὄρχεως» — η [[επιδιδυμίδα]]<br />ζ. «τὰ δ' αὖ τῶν πολυπόδων τοιούτων [[οὐδέν]] ἔχει διὰ τὸ μικρὸν ἔχειν τὸ [[κύτος]] τὴν καλουμένην κεφαλήν», <b>Αριστοτ.</b><br />η. «ἀναβάντες ἐπὶ τὰς [[κεφαλάς]]» — [[αφού]] ανέβηκαν στα γεισώματα του τοίχου, <b>Ξεν.</b> θ. «ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν στύλων» — στα κιονόκρανα, ΠΔ)<br /><b>3.</b> ο [[αρχηγός]], ο [[ηγέτης]] (α. «η [[κεφαλή]] του κράτους» β. «η [[κεφαλή]] της εκκλησίας» γ. «πρώτη [[κεφαλή]] ὁ [[στρατηγός]]», Λέων <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το πιο ουσιώδες [[μέρος]], η πιο σημαντική [[θέση]] (α. «κάθεται [[πάντα]] στην [[κεφαλή]] του τραπεζιού» β. «[[κεφαλή]] δείπνου» — η πιο καλή [[μερίδα]] φαγητού στο [[δείπνο]], Αλεξ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κεφαλήν» — σε [[κάθε]] [[άτομο]], ανά [[άτομο]] (α. «το [[κατά]] κεφαλήν [[εισόδημα]]» β. «κατὰ κεφαλὴν [[ἕκαστος]] εἰσφέρει τὸ τεταγμένον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> α) [[ονομασία]] που δίνεται στο διογκωμένο [[μέρος]] ορισμένων οργάνων («[[κεφαλή]] της επιδιδυμίδας»)<br />β) [[ονομασία]] που δίνεται στο [[άκρο]] ορισμένων οστών («[[κεφαλή]] του μηριαίου οστού»)<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλές</i><br />[[ονομασία]] τών πρώτων αποσταγμάτων που λαμβάνονται [[κατά]] την [[απόσταξη]] αλκοολούχων υγρών<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> α) (στα έγχορδα όργανα) το [[τμήμα]] του μπράτσου όπου υπάρχουν τα κλειδιά στα οποία και χορδίζονται οι χορδές<br />β) (στο [[φλάουτο]] και στη [[φλογέρα]]) το κινητό [[πάνω]] [[τμήμα]] του οργάνου όπου υπάρχει το υποχείλιο ή το [[ράμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο επί κεφαλής» ή «ο επικεφαλής» — ο [[αρχηγός]], ο [[προϊστάμενος]], ο [[πρώτος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν έχω πού την κεφαλήν [[κλίνω]] ή κλίναι» — δεν [[βρίσκω]] [[πουθενά]] [[ανάπαυση]] ή δεν έχω από [[πουθενά]] [[βοήθεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «κακή [[κεφαλή]]» — [[ξεροκέφαλος]]<br />β. «[[αἴρω]] κεφαλήν» — [[σηκώνω]] [[κεφάλι]], [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφετηρία]], το [[ξεκίνημα]] («[[κεφαλή]] χρόνου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλαί</i><br />οι πηγές ποταμού («Τεάρου ποταμοῦ κεφαλαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε περιφράσεις) ο [[άνθρωπος]], το [[άτομο]] (α. «πολλάς ίφθίμους [[κεφαλάς]] Ἄιδι προϊάψειν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[μεγάλη]] [[κεφαλή]]» — σπουδαίο [[πρόσωπο]], [[προσωπικότητα]], Βέττ. Βαλ.<br />γ. «ω κακαι κεφαλαί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η ζωή, η ύπαρξη, η [[υπόσταση]] («ἀποβαλέεις, τὴν κεφαλήν» — θα χάσεις τη ζωή σου, θα πεθάνεις, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για όρκο ή [[κατάρα]]) («νῦν ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — [[τώρα]] να πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αγγεία) το ανώτατο [[μέρος]], το [[χείλος]]<br /><b>5.</b> η [[πηγή]] του ποταμού<br /><b>6.</b> η [[εκβολή]] του ποταμού<br /><b>7.</b> η [[αρχή]], η [[αιτία]], η [[γένεση]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κεφαλή]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] μέσσα, [[Διός]] δ' ἒκ [[πάντα]] τελεῖται», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>8.</b> το [[τέλος]], η [[κορωνίδα]] («κεφαλήν τε τῷ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῖναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τους μυς) η [[αρχή]]<br /><b>10.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[συμμορία]]<br /><b>11.</b> η [[αποπεράτωση]], το [[αποτέλεσμα]]<br /><b>12.</b> το [[σύνολο]], το [[άθροισμα]]<br /><b>13.</b> το προπορευόμενο δεξιό ήμισυ της στρατιωτικής [[φάλαγγας]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> <b>αστρολ.</b> «κεφαλὴ τοῦ κόσμου» — ο Κριός<br />β) «κατὰ κεφαλήν» ή <b>(επικ.)</b> «κάκ κεφαλήν»<br />i) [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], [[κατακέφαλα]]<br />ii) [[προς]] τα [[κάτω]] («καὶ [[κατά]] κεφαλὴν τὸ τεῖχος τῆς ἀκροπόλεως διώρυττον» <b>Ξεν.</b>)<br />iii) [[πάνω]] από [[κάτι]] («[[κατά]] κεφαλήν αὐτῶν... [[ὑπὲρ]] τοῦ Ἡραίου», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) «τὸ κατὰ κεφαλὴν [[ὕδωρ]]» — το [[νερό]] της βροχής, Θεόφρ.)<br />δ) «ἐπὶ κεφαλήν»<br />i) με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br />ii) αμελώς, απερίσκεπτα, αυθαίρετα<br />iii) με [[μεγάλη]] [[εκτίμηση]]<br />ε) «ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς» ή «ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν» — από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια<br />στ) «κεφαλὴ [[περίδεσμος]]» — [[κεφαλόδεσμος]], <b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ἐπὶ ταῖς κεφαλαῑς»<br />(ως [[ένδειξη]] εκτιμήσεως, θαυμασμού) [[πάνω]] στα κεφάλια τους τους έχουν<br />η) «[[φίλη]] [[κεφαλή]]»<br />(ως [[προσφώνηση]] που εκφράζει [[οικειότητα]] και [[αγάπη]]) [[φίλτατος]], [[αγαπημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghebh</i> (<i>e</i>)<i>l</i>- «[[αέτωμα]], [[κεφαλή]]» και συνδέεται με τοχαρ. Α. <i>śp</i><i>ā</i><i>l</i> «[[κεφαλή]]» και [[προπάντων]] με τα γερμανικά <b>γοτθ.</b> <i>gibla</i> «[[έπαλξη]], με άνω γερμ. <i>gebel</i> «[[κρανίον]]» και νεογερμ. <i>Giebel</i> «[[αέτωμα]], [[κορυφή]]». Η λ. [[κεφαλή]] συναγωνίστηκε επιτυχώς την αρχαϊκή και δύσχρηστη λ. [[κάρα]] επικρατήσασα ευρύτερα τόσο στην αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική (με τον τ. [[κεφάλι]]). Στην αρχ. μακεδόνικη διάλεκτο απαντά ως <i>κεδαλή</i>, [[κεβλή]] και <i>γαδαλά</i> («ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν», <b>Ησύχ.</b>). Η [[ετυμολογία]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην [[αποδοχή]] ως πρωταρχικής της σημασίας «[[κρανίο]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>testa</i>). Από τη λ. παράγονται [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια <i>Κεφαλίνος</i>, <i>Κέφαλος</i>, <i>Κεφάλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφάλαιος]], [[κεφαλαίος]], [[κεφάλας]], [[κεφαλικός]], [[κεφαλίνη]], [[κεφαλίνος]], [[κεφαλίδα]] (-<i>ίς</i>), [[κέφαλος]], [[κεφαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφαληδόν]], [[κεφαλητικός]], [[κεφαλίδιον]], [[κεφαλίζω]], <i>κεφάλων</i>, [[κεφαλίτης]], [[κεφαλώδης]], [[κεφαλών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κεφαλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεφάλα]], [[κεφαλήσιος]], [[κεφαλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) απαντά υπό τους τύπους -[[κεφαλή]], -[[κεφάλας]] και -[[κέφαλος]]. α) -[[κεφαλή]]: [[λεοντοκεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βοϊδοκεφαλή</i>, <i>μοσχαροκεφαλή</i>, [[νεκροκεφαλή]], <i>χοιροκεφαλή</i>, <i>ψαροκεφαλή</i>. β) -[[κεφάλας]]: <i>Βουκεφάλας</i>. γ) -[[κέφαλος]]: [[αιγοκέφαλος]], [[ακέφαλος]], [[αμφικέφαλος]], [[βαρυκέφαλος]], [[βουκέφαλος]], [[βραχυκέφαλος]], [[δικέφαλος]], [[εγκέφαλος]], <i>εκατογκέφαλος</i>, [[κυνοκέφαλος]], [[λεοντοκέφαλος]], [[μακροκέφαλος]], [[μεγαλοκέφαλος]], [[μικροκέφαλος]], [[ονοκέφαλος]], [[πολυκέφαλος]], [[πλατυκέφαλος]], [[σφηνοκέφαλος]], [[τρικέφαλος]], [[υδροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρακοντοκέφαλος]], [[ευκέφαλος]], [[εχιδνοκέφαλος]], [[ζωοκέφαλος]], [[θυννοκέφαλος]], [[ισοκέφαλος]], [[κριοκέφαλος]], [[λευκοκέφαλος]], [[λιθοκέφαλος]], [[μαδαροκέφαλος]], [[μονοκέφαλος]], [[ξηροκέφαλος]], [[οξυκέφαλος]], [[ορθοκέφαλος]], [[ουλοκέφαλος]], [[προκέφαλος]], [[ριζοκέφαλος]], [[σεισοκέφαλος]], [[στρουθοκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]], [[ταυροκέφαλος]], [[τρισσοκέφαλος]], [[υγροκέφαλος]], [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>κολοκυ</i>(<i>ν</i>)<i>θοκέφαλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδειοκέφαλος]], [[αμβλυκέφαλος]], [[αυτοκέφαλος]], <i>βαριοκέφαλος</i>, <i>βοϊδοκέφαλος</i>, [[γαϊδουροκέφαλος]], [[γυμνοκέφαλος]], [[δολιχοκέφαλος]], [[ελαφοκέφαλος]], [[ελαφροκέφαλος]], [[θερμοκέφαλος]], [[κακοκέφαλος]], [[κατακέφαλος]], [[κορακοκέφαλος]], [[κουφιοκέφαλος]], <i>μαυροκέφαλος</i>, <i>μπουμπουνοκέφαλος</i>, [[νανοκέφαλος]], [[ξεροκέφαλος]], [[οφιοκέφαλος]], [[πονοκέφαλος]], [[σγουροκέφαλος]], [[σιδεροκέφαλος]], [[σκληροκέφαλος]], [[σκυλοκέφαλος]], [[σουβλοκέφαλος]], [[στενοκέφαλος]], <i>στραδοκέφαλος</i>, [[ταπεινοκέφαλος]], [[τριγωνοκέφαλος]], [[χοντροκέφαλος]], [[ψαροκέφαλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm