Anonymous

μικρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μικρός]] και [[σμικρός]], -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. [[μικκός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που [[είναι]] περιορισμένος ως [[προς]] το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], τον όγκο ή την [[επιφάνεια]] (α. «μικρό [[χωράφι]]» β. «[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε χρονική [[έννοια]]) [[βραχύς]], [[σύντομος]], [[ολιγόχρονος]] (α. «μικρή [[αναμονή]]» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ποσοτική [[έννοια]]) [[λίγος]], πολύ περιορισμένος, [[λιγοστός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[μικρός]] [[μισθός]]» β. «μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν [[ποίμνιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (ως [[προς]] τον βαθμό, τη [[σπουδαιότητα]], τη [[σημασία]]) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], όχι [[σοβαρός]], περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή [[ζημιά]]» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κατώτερος]] ως [[προς]] την [[τάξη]], το [[αξίωμα]], την [[καταγωγή]] ή τη [[σημασία]], [[ασήμαντος]], [[ταπεινός]], [[ανίσχυρος]] (α. «[[ποιος]] λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «[[σμικρός]] ἐν σμικροῖς... [[ἔσσομαι]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικροῦ δεῖν» — λίγο έλειψε να...<br />β) «προ μικρού» — λίγο [[πριν]]<br />γ) «[[μετά]] [[μικρόν]]» — λίγο [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναξιοπρεπής]], [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[χαμερπής]], [[χυδαίος]] («αποδείχθηκε πολύ [[μικρός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικρός]]<br />α) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)<br />β) [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μικρή</i><br />η [[υπηρέτρια]] («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικρό</i><br />[[νήπιο]], [[βρέφος]], [[νεογνό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μικρόν]] [[κατά]] [[μικρόν]]» — [[σιγά]] [[σιγά]] ή λίγο λίγο<br />β) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες [[μετά]] τα [[μεσάνυκτα]], οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει [[σπίτι]] του τις μικρές ώρες»)<br />δ) «μικρή [[κυκλοφορία]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κυκλοφορίας του αίματος με το οποίο το [[αίμα]] προωθείται για [[οξυγόνωση]] στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο [[αίμα]] επαναφέρεται στην [[καρδιά]]<br />ε) «μικρό [[ταμείο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το μικρό χρηματικό [[ποσό]] που δίδεται με τη [[μορφή]] πάγιας προκαταβολής για την [[πληρωμή]] μικροεξόδων τών υπαλλήλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[σιγανός]] («[[μικρός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό [[μαζί]] μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> α) (το ουδ. ως ουσ. για [[πτηνό]]) [[νεοσσός]]<br />β) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε [[ηλικία]] [[αδελφός]], η νεαρότερη [[αδελφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[σκάφος]] περιορισμένου μεγέθους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> περιορισμένη [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) <i>ο μικρότατος</i><br />ο [[ελάχιστος]] (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]])<br />ο [[τελευταίος]], ο εντελώς [[άσημος]]<br /><b>5.</b> [[επιπόλαιος]], [[ελαφρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικρὸς [[δούκας]] ἢ [[τοπάρχης]]» — [[άρχοντας]] που εξουσιάζει μικρή [[περιοχή]]<br />β) «μικρὸς θεῑος» — ο [[πρώτος]] [[εξάδελφος]] τών γονέων<br />γ) «μικρὸς [[κόσμος]]»<br />i) ο [[άνθρωπος]]<br />ii) η [[οικουμένη]], η [[κτίση]]<br />δ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώρα<br />ε) «πρὸς [[μικρόν]]» — για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «μικρὸν καί» — [[παραλίγο]] να, [[σχεδόν]]<br />7) χρησιμοποιούνταν ως [[προσωνυμία]] βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ [[μικρός]]»)<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[μικρόν]]<br />α) για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>9.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῦ</i><br />α) σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε λίγο<br />β) [[πριν]] από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώρα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[μικρόν]]» <br />α) λίγο λίγο<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῦ</i><br />α) [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο να... β) με μικρή [[τιμή]], φτηνά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σμικρῷ [[πρόσθεν]]» — λίγο [[πριν]]<br />β) «ἐπὶ (σ)[[μικρόν]]» — για λίγο χρόνο, για λίγο<br />γ) «παρὰ [[μικρόν]]» — [[παραλίγο]]<br />δ) «παρὰ μικρὸν ποιεῖν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῖσθαι» — το να αποδίδει [[κανείς]] μικρή [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «τὸ παρὰ [[μικρόν]]» — [[πράγμα]] μικρής σημασίας<br />στ) «κατὰ [[μικρόν]]» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχια<br />ζ) «μετὰ [[μικρόν]]» — λίγο [[κατόπιν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρῶς</i> και <i>σμικρῶς</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> εν ολίγοις, με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> σε μικρές ποσότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>μικ</i>-<i>ρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] ([[πρβλ]]. <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σμία</i>) και ο τ. <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i>) συνδέονται με το λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i> «[[ψήγμα]], μικρό [[κομμάτι]]» ([[πρβλ]]. λ. [[μίκα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>-<i>ŕsm</i><i>ī</i><i>k</i>- «[[θρύμμα]], [[ψίχουλο]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>sm</i><i>ā</i><i>hi</i> «[[μικρός]], [[χαμηλός]], [[μέτριος]], και <i>smahen</i> «[[μικραίνω]]» και αρχ. νορβ. <i>sm</i><i>ā</i><i>r</i> «[[μικρός]]». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i><br />/ <i>mi</i>- ([[πρβλ]]. λ. [[μείων]]) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μι</i>-<i>ικός</i> > [[μικός]]), ενώ το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] του <i>μακ</i>-<i>ρός</i>. Κατ' άλλους [[τέλος]], το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. <i>śmicre</i> «[[κομψός]]», λιθουαν. <i>susmižes</i> «[[μικρός]]» και <i>σμήν</i> «[[αποξέω]]» ([[πρβλ]]. [[σμίλη]]). Επικρατέστερη [[πάντως]] όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η [[σύνδεση]] του επιθ. με λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i>, ενώ για το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για μια αρχαία [[εναλλαγή]] [[μεταξύ]] τών -<i>ρος</i>/<i>υ</i>- ([[πρβλ]]. <i>Μίκ</i>-<i>υ</i>-<i>θος</i>). Η σημ. της λ. [[μικρός]] καλύπτεται [[κατά]] ένα [[μέρος]] από τη σημ. του επιθ. [[ὀλίγος]] ([[πρβλ]]. <i>μικροῦ δεῖ</i>, <i>ὀλίγου δεῖ</i>), [[αλλά]] η σημ. του επιθ. [[μικρός]] [[είναι]] περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. του [[ὀλίγος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[λίγος]]). Ευρεία, [[τέλος]], υπήρξε η [[χρήση]] του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]], [[ποταπός]]». Το επίθ. [[μικρός]]/ <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: <i>Μίκκος</i>, <i>Μίκκα</i>, <i>Μίκκαλος</i>, <i>Μικίννης</i>, <i>Μίκων</i>, <i>Μικίας</i>, <i>Μίκιλλος</i>, [[Μίκυθος]], <i>Σμίκρα</i>, <i>Μικρίων</i>, <i>Σμικρίνης</i> ([[πρβλ]]. <i>Αισχίνης</i>). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο <i>Μικαρίζο</i> (για [[σύνθετα]] με α΄ συνθετικό [[μικρός]] <b>βλ.</b> μικρο-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μικρότητα]], [[μικρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίκυθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μικρόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μικρεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μικραίνω]], [[μικράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικράτα]], [[μικροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλόμικρος]], [[πάμμικρος]], [[πάνσμικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόμικρος]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μικρός]] και [[σμικρός]], -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. [[μικκός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που [[είναι]] περιορισμένος ως [[προς]] το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], τον όγκο ή την [[επιφάνεια]] (α. «μικρό [[χωράφι]]» β. «[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε χρονική [[έννοια]]) [[βραχύς]], [[σύντομος]], [[ολιγόχρονος]] (α. «μικρή [[αναμονή]]» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ποσοτική [[έννοια]]) [[λίγος]], πολύ περιορισμένος, [[λιγοστός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[μικρός]] [[μισθός]]» β. «μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν [[ποίμνιον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (ως [[προς]] τον βαθμό, τη [[σπουδαιότητα]], τη [[σημασία]]) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]], όχι [[σοβαρός]], περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή [[ζημιά]]» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κατώτερος]] ως [[προς]] την [[τάξη]], το [[αξίωμα]], την [[καταγωγή]] ή τη [[σημασία]], [[ασήμαντος]], [[ταπεινός]], [[ανίσχυρος]] (α. «[[ποιος]] λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «[[σμικρός]] ἐν σμικροῖς... [[ἔσσομαι]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικροῦ δεῖν» — λίγο έλειψε να...<br />β) «προ μικρού» — λίγο [[πριν]]<br />γ) «[[μετά]] [[μικρόν]]» — λίγο [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναξιοπρεπής]], [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[χαμερπής]], [[χυδαίος]] («αποδείχθηκε πολύ [[μικρός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικρός]]<br />α) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)<br />β) [[υπηρέτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μικρή</i><br />η [[υπηρέτρια]] («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μικρό</i><br />[[νήπιο]], [[βρέφος]], [[νεογνό]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μικρόν]] [[κατά]] [[μικρόν]]» — [[σιγά]] [[σιγά]] ή λίγο λίγο<br />β) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες [[μετά]] τα [[μεσάνυκτα]], οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει [[σπίτι]] του τις μικρές ώρες»)<br />δ) «μικρή [[κυκλοφορία]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κυκλοφορίας του αίματος με το οποίο το [[αίμα]] προωθείται για [[οξυγόνωση]] στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο [[αίμα]] επαναφέρεται στην [[καρδιά]]<br />ε) «μικρό [[ταμείο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το μικρό χρηματικό [[ποσό]] που δίδεται με τη [[μορφή]] πάγιας προκαταβολής για την [[πληρωμή]] μικροεξόδων τών υπαλλήλων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[σιγανός]] («[[μικρός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό [[μαζί]] μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> α) (το ουδ. ως ουσ. για [[πτηνό]]) [[νεοσσός]]<br />β) <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε [[ηλικία]] [[αδελφός]], η νεαρότερη [[αδελφή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[σκάφος]] περιορισμένου μεγέθους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> περιορισμένη [[ποσότητα]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) <i>ο μικρότατος</i><br />ο [[ελάχιστος]] (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί [[ταπεινοφροσύνη]])<br />ο [[τελευταίος]], ο εντελώς [[άσημος]]<br /><b>5.</b> [[επιπόλαιος]], [[ελαφρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μικρὸς [[δούκας]] ἢ [[τοπάρχης]]» — [[άρχοντας]] που εξουσιάζει μικρή [[περιοχή]]<br />β) «μικρὸς θεῖος» — ο [[πρώτος]] [[εξάδελφος]] τών γονέων<br />γ) «μικρὸς [[κόσμος]]»<br />i) ο [[άνθρωπος]]<br />ii) η [[οικουμένη]], η [[κτίση]]<br />δ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώρα<br />ε) «πρὸς [[μικρόν]]» — για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />στ) «μικρὸν καί» — [[παραλίγο]] να, [[σχεδόν]]<br />7) χρησιμοποιούνταν ως [[προσωνυμία]] βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ [[μικρός]]»)<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[μικρόν]]<br />α) για σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>9.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῦ</i><br />α) σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε λίγο<br />β) [[πριν]] από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώρα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[μικρόν]]» <br />α) λίγο λίγο<br />β) με [[συντομία]], με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>μικροῦ</i><br />α) [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο να... β) με μικρή [[τιμή]], φτηνά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σμικρῷ [[πρόσθεν]]» — λίγο [[πριν]]<br />β) «ἐπὶ (σ)[[μικρόν]]» — για λίγο χρόνο, για λίγο<br />γ) «παρὰ [[μικρόν]]» — [[παραλίγο]]<br />δ) «παρὰ μικρὸν ποιεῖν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῖσθαι» — το να αποδίδει [[κανείς]] μικρή [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «τὸ παρὰ [[μικρόν]]» — [[πράγμα]] μικρής σημασίας<br />στ) «κατὰ [[μικρόν]]» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχια<br />ζ) «μετὰ [[μικρόν]]» — λίγο [[κατόπιν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρῶς</i> και <i>σμικρῶς</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> εν ολίγοις, με [[λίγα]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> σε μικρές ποσότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>μικ</i>-<i>ρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σμικρός]] ([[πρβλ]]. <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σμία</i>) και ο τ. <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>ρός</i>) συνδέονται με το λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i> «[[ψήγμα]], μικρό [[κομμάτι]]» ([[πρβλ]]. λ. [[μίκα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>-<i>ŕsm</i><i>ī</i><i>k</i>- «[[θρύμμα]], [[ψίχουλο]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>sm</i><i>ā</i><i>hi</i> «[[μικρός]], [[χαμηλός]], [[μέτριος]], και <i>smahen</i> «[[μικραίνω]]» και αρχ. νορβ. <i>sm</i><i>ā</i><i>r</i> «[[μικρός]]». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i><br />/ <i>mi</i>- ([[πρβλ]]. λ. [[μείων]]) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>μι</i>-<i>ικός</i> > [[μικός]]), ενώ το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το [[επίθημα]] του <i>μακ</i>-<i>ρός</i>. Κατ' άλλους [[τέλος]], το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. <i>śmicre</i> «[[κομψός]]», λιθουαν. <i>susmižes</i> «[[μικρός]]» και <i>σμήν</i> «[[αποξέω]]» ([[πρβλ]]. [[σμίλη]]). Επικρατέστερη [[πάντως]] όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η [[σύνδεση]] του επιθ. με λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>ca</i>, ενώ για το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για μια αρχαία [[εναλλαγή]] [[μεταξύ]] τών -<i>ρος</i>/<i>υ</i>- ([[πρβλ]]. <i>Μίκ</i>-<i>υ</i>-<i>θος</i>). Η σημ. της λ. [[μικρός]] καλύπτεται [[κατά]] ένα [[μέρος]] από τη σημ. του επιθ. [[ὀλίγος]] ([[πρβλ]]. <i>μικροῦ δεῖ</i>, <i>ὀλίγου δεῖ</i>), [[αλλά]] η σημ. του επιθ. [[μικρός]] [[είναι]] περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. του [[ὀλίγος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[λίγος]]). Ευρεία, [[τέλος]], υπήρξε η [[χρήση]] του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]], [[ποταπός]]». Το επίθ. [[μικρός]]/ <i>μικ</i>(<i>κ</i>)<i>ός</i> εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: <i>Μίκκος</i>, <i>Μίκκα</i>, <i>Μίκκαλος</i>, <i>Μικίννης</i>, <i>Μίκων</i>, <i>Μικίας</i>, <i>Μίκιλλος</i>, [[Μίκυθος]], <i>Σμίκρα</i>, <i>Μικρίων</i>, <i>Σμικρίνης</i> ([[πρβλ]]. <i>Αισχίνης</i>). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο <i>Μικαρίζο</i> (για [[σύνθετα]] με α΄ συνθετικό [[μικρός]] <b>βλ.</b> μικρο-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μικρότητα]], [[μικρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίκυθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μικρόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μικρεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μικραίνω]], [[μικράκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικράτα]], [[μικροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλόμικρος]], [[πάμμικρος]], [[πάνσμικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόμικρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm