3,274,216
edits
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[περσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πέρσης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η περσική</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περσικά</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περσική [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επίσημη [[γλώσσα]] του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό [[κλάδο]] της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ περσική</i><br />η [[ροδακινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περσικὸν</i><br />το [[ροδάκινο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> ο [[περσικός]] [[χορός]] («[[τέλος]] δὲ τὸ περσικὸν | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[περσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πέρσης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η περσική</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περσικά</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περσική [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επίσημη [[γλώσσα]] του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό [[κλάδο]] της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ περσική</i><br />η [[ροδακινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περσικὸν</i><br />το [[ροδάκινο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> ο [[περσικός]] [[χορός]] («[[τέλος]] δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Περσικά</i><br />οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι [[μεταξύ]] Ελλήνων και Περσών<br /><b>4.</b> (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ περσικαί</i> ή <i>τὰ περσικά</i><br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], πασουμάκια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περσικὸς [[ὄρνις]]» — ο [[κόκορας]]<br />β) «περσική [[καρύα]]» — η [[φουντουκιά]]<br />γ) «περσικὸν [[κάρυον]]» — το [[φουντούκι]]<br />δ) «ψιλὴ περσική» — [[είδος]] περσικού τάπητα.<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[Περσεύς]]<br /><b>φρ.</b> «Περσικὸς Πόλεμος» — ο [[πόλεμος]] [[εναντίον]] του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας. | ||
}} | }} |